μῶνυξ

From LSJ
Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶνυξ Medium diacritics: μῶνυξ Low diacritics: μώνυξ Capitals: ΜΩΝΥΞ
Transliteration A: mō̂nyx Transliteration B: mōnyx Transliteration C: monyks Beta Code: mw=nuc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ, ἡ, τό, with a single, i.e. uncloven, hoof, epithet of the horse, freq. in Il., 5.236, al.; once in Od., 15.46, cf. Sol.23, E.Ph. 793 (lyr., dub.l.), Stud.Pont.3.16 (ii/i B.C.); also μ. ὕες Arist.HA 499b13; τὰ μ. [τῶν ζῴων] Hp.Art.8; τετραπόδων ὅσα μ. Porph.Abst. 4.7; [γένει] τῷ καλουμένῳ μώνυχι Pl.Plt.265d. (From sm- (weak form of sem-, cf. εἷς) and ὄνυξ (- lengthd. in composition).)

German (Pape)

[Seite 226] υχος, statt μονῶνυξ, einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ, ἡ)
dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.
Étymologie: p. *μονῶνυξ, de μόνος, ὄνυξ.

Russian (Dvoretsky)

μῶνυξ: ῠχος adj. μόνος + ὄνυξ однокопытный (эпитет коня) Hom.; непарнокопытный (ὕες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδα μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· ἅπαξ δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· ὡσαύτως, μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, ὄνυξ, ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ μῶνυξ πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ ἔνστασις ὅτι τὸ μόνος δὲν σημαίνει «εἷς καὶ μόνος» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων μονόχηλος, μονολέων, μονόλυκος).

English (Autenrieth)

υχος: according to the ancients, single-hoofed, solid-hoofed (μόνος, ὄνυξ), epithet of horses (as opp. to the cloven-footed cattle). (Il. and Od. 15.46.)

Greek Monolingual

μῶνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
(για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.
β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < μον(ο)-ονυξ, με ανομοιωτική προβολή του -ν- και συναίρεση. Σήμερα έχει επικρατήσει η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε σμ-ῶνυξ, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ( sm-) της ΙΕ ρίζας sem- «ένας» (πρβλ. μία) και τη λ. ὄνυξ, ὄνυχος, άρα σμ-ῶνυξ «με ένα νύχι». Η παλαιότερη άποψη δεν γίνεται δεκτή κυρίως γιατί η λ. είναι πολύ παλιά και η λ. μόνος ως α' συνθετικό (μονο-) μαρτυρείται αργότερα].

Greek Monotonic

μῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ (μόνος, ὄνυξ), αυτός που έχει ένα μοναδικό νύχι, δηλ. μονόχηλος, με μία χηλή, οπλή, Λατ. solipes, λέγεται για άλογο, σε Όμηρ., Ευρ.

Frisk Etymological English

-υχος
Grammatical information: adj.
Meaning: with one hoof, mostly plur. of horses as opposed to cattle and sheep with split hooves (Hom., Hdt., Arist.); on the stemformation Sommer Nominalkomp. 96 ff.
Origin: IE [Indo-European] [902] *sm̥-h₃nugʰ-
Etymology: Acc. to the ancients from *μονϜ(ο)-ονυξ wit syllable-dissimilation and ev. lengthening in compounds (cf. μον-όφθαλ-μος one-eyed etc.), which is defended by Runes Glotta 19, 286 f. Since de Saussure Rec. 266 however generally derived from *σμ-ῶνυξ with old zero grade of IE *sem- in eĩs one (s.v.). If right, μῶνυξ must be quite old and like μ-ία (= Arm. mi) go back to pre-Greek times, "was nicht besonders wahrscheinlich ist" (Frisk). For μόν(Ϝ)ος one would have expected οἶ(Ϝ)ος (Schwyzer 433 n.3). For *σμ-ῶνυξ a.o. Wackernagel KZ 28, 137 (= Kl. Schr. 1, 619), Bechtel Lex. 230, Brugmann4 198, Risch $ 81, Lejeune Traité de phon. 102, Schwyzer 588 w. n. 3. The reconstructed form must be *sm̥-h₃nugh- > μω-νυχ-; Beekes, Orbis 20(1971)138 - 142.

Middle Liddell

μῶ-νυξ, υχος, μόνος, ὄνυξ
with a single, i. e. uncloven, hoof, Lat. solipes, of the horse, Hom., Eur.

Frisk Etymology German

μῶνυξ: -υχος
{mō̃nuks}
Meaning: einhufig, fast nur im Plur. von Pferden im Gegensatz zu Rindern und Schafen mit gespaltenen Hufen (Hom., auch Hdt., Arist. u.a.); zur Stammbildung Sommer Nominalkomp. 96 ff.
Etymology: Nach den Alten aus *μονϝ(ο)-ονυξ mit Silbendissimilation und ev. Kompositionsdehnung (vgl. μονόφθαλμος einäugig usw.), was von Runes Glotta 19, 286 f. mitguten Gründen verteidigt wird. Seit de Saussure Rec. 266 dagegen allgemein auf *σμῶνυξ zurückgeführt mit alter Reduktionsstufe von idg. *sem- in eĭ̃s einer (s.d.). Wenn richtig, muss μῶνυξ uralt sein und sogar wie μία (= arm. mi) in vorgriechische Zeit zurückgehen, was nicht besonders wahrscheinlich ist. Für μόν(ϝ)ος hätte man allerdings οἶ(ϝ)ος erwartet (Schwyzer 433 A.3). Für *σμῶνυξ u.a. Wackernagel KZ 28, 137 (= Kl. Schr. 1, 619), Bechtel Lex. 230, Brugmann4 198, Risch, par. 81, Lejeune Traité de phon. 102, Schwyzer 588 m. A. 3.
Page 2,284-285