ἀνώλεθρος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, (ὄλεθρος) A indestructible, Parm.8.3; ἀθάνατος καὶ ἀνώλεθρος Anaximand.15, Pl.Phd.88b,95b, Arist.Mu.396a31, Ocell.1.2; of roots, Thphr.HP3.12.2. II Act., not deadly, harmless, ὄφεις Paus.10.17.12; of symptoms, not fatal, Aret.SD1.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 imperecedero, indestructible τὸ ἄπειρον Anaximand.B 3, τὸ ἐόν Parm.B 8.3, ψυχή Pl.Phd.88b, 95b, Procl.Inst.187, cf. 105, de la unión del alma y el cuerpo, Pl.Lg.904a, εἶδος Pl.Ti.52a, τὸ θεῖον Arist.Ph.203b14, τὸ σύμπαν Arist.Mu.396a31, τὸ πᾶν Ocell.1.2, ὁ κόσμος Luc.Icar.8, Ocell.1.11, 2.22, de las raíces, Thphr.HP 3.12.2
•subst. τὸ ἀ. lo indestructible Plu.2.1016a.
2 que no produce la muerte, que no es mortal de síntomas, Aret.SD 1.5.1
•no venenoso, inocuo ὄφεις Paus.10.17.12.
German (Pape)
[Seite 268] (s. ἀνόλεθρος), dem Verderben, Untergang nicht unterworfen, Plat. öfter, neben ἀθάνατος Phaed. 88 b; Sp. – Bei Paus. 10, 17, 6 sind ὄφεις ἀν., deren Biß nicht tödtlich ist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indestructible, impérissable.
Étymologie: ἀ, ὄλεθρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώλεθρος: не гибнущий, непреходящий (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat., Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώλεθρος: -ον, (ὄλεθρος) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς ὄλεθρον, Παρμεν. Ἀποσπ. 57· ἀθάνατος καὶ ἀνώλεθρος Ἀναξίμανδρ. 1, Πλάτ. Φαίδων 88Β, 95Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προξενῶν ὄλεθρον, ἀβλαβής, ὄφεις Παυσ. 10. 17, 12· ἐπὶ συμπτωμάτων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5.
Greek Monolingual
ἀνώλεθρος, -ον (Α) όλεθρος
1. αυτός που δεν υπόκειται σε φθορά ή καταστροφή, ο άφθαρτος, ο αιώνιος
2. ενεργ. αυτός που δεν προκαλεί καταστροφή ή θάνατο, αβλαβής.
Greek Monotonic
ἀνώλεθρος: -ον (ὄλεθρος), άφθαρτος, ακατάλυτος, σε Πλάτ.· Επικ. ἀν-όλεθρος, έχοντας ξεφύγει τον όλεθρο, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὄλεθρος
indestructible, Plat.; epic ἀν-όλεθρος having escaped ruin, Il.
Translations
Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, αντίστρεπτος, άθραυστος, ακατέστρεπτος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἀμετάληπτος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний