αγαπώ

From LSJ
Revision as of 13:40, 9 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source

Greek Monolingual

(αγαπάω) (Α ἀγαπῶ, ἀγαπάω)
1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον
2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι
3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι
νεοελλ.
1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό
2. μέσ. αγαπιέμαι
γίνομαι αξιαγάπητος
αρχ.
1. εκλιπαρώ, ικετεύω, εξορκίζω, πείθω
2. θωπεύω, χαϊδεύω
3. προτιμώ
4. αρκούμαι σε κάτι, είμαι ευχαριστημένος με κάτι
5. υποφέρω, ανέχομαι, υπομένω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αγνωστη. Η σύνδεση με το ἀγα- δεν ικανοποιεί σημασιολογικά και δεν δικαιολογεί την παρουσία του φθόγγου π.
ΠΑΡ. αγάπη, αγάπημα, αγαπητικός, αγαπητός
αρχ.
ἀγαπάζω, ἀγάπησις νεοελλ. αγαπημός, αγαπησιάρης, αγαπίζω. Το ρ. ἀγαπῶ το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για να εκφράσουν την αγάπη που προέρχεται από φρόνιμη και συνετή στάθμιση τών πραγμάτων και περιλαμβάνει εκτίμηση και σεβασμό. Επίσης για την περιπαθή συμπάθεια (σημασία που αποδιδόταν και από τα ρ. φιλῶ και ἐρῶ) και για την τρυφερή αγάπη τών γονέων (όπως αυτή που δήλωνε το ρ. στέργω). Το ρ. ἀγαπῶ είχε παραπλήσια σημασία με τα ρ. ἐρῶ, στέργω, φιλῶ. Το ἐρῶ δήλωνε την κατεύθυνση όλου του νου, όλης της αισθήσεως προς ένα πρόσωπο ή αντικείμενο. Επίσης δήλωνε την επιθυμία και τη σεξουαλική έλξη. Το στέργω δήλωνε την ειλικρινή και βαθιά εσωτερική σχέση, το ήσυχο και σταθερό συναίσθημα αγάπης για οικεία πρόσωπα -κυρίως για τους γονείς, τον ή τη σύζυγο, τα παιδιά, τους κοντινούς συγγενείς-και για την πατρίδα. Το φιλῶ κατ’ αρχάς χρησιμοποιήθηκε για γενικότατη δήλωση της αγάπης, της εσώτατης κλίσης (αντίθετο του μισεῖν και του ἐχθαίρειν). Αργότερα πήρε τη σημερινή σημασία, δηλαδή της ενέργειας του φιλήματος και η χρήση του με την αρχική σημασία άρχισε να περιορίζεται, ενώ συγχρόνως επεκτεινόταν βαθμιαία η χρήση του ρ. ἀγαπῶ, που το αντικαθιστούσε. (Η επέκταση φαίνεται κυρίως στα κείμενα του Αισχίνη και του Πολύβιου)].

Translations

benaki: kazalmômuk; Adangme: suɔ; Afrikaans: lief; Ainu: カタイロッケ; Albanian: do; Arabic: أَحَبَّ‎; Egyptian Arabic: حب; Aragonese: amar; Armenian: սիրել; Aromanian: agãpisescu, alughescu; Assamese: ভাল পোৱা, মৰম কৰা; Asturian: querer; Azerbaijani: sevmək; Bashkir: яратыу; Basque: maite izan, maitatu; Belarusian: любі́ць, кахаць; Bengali: ভালবাসা; Breton: karout; Bulgarian: обичам; Burmese: အချစ်, ချစ်ခင်; Catalan: estimar, voler; Cebuano: higugma; Cherokee: ᏥᎨᏳᎢ; Chinese Cantonese: 愛, 爱, 愛情, 爱情; Dungan: нэ; Hakka: 愛, 愛; Mandarin: 愛, 爱, 熱愛, 热爱, 愛好, 爱好, 愛戴, 爱戴; Min Dong: 愛, 愛; Min Nan: 愛情, 爱情, 情愛, 情爱, 愛, 爱; Wu: 愛, 爱; Chuvash: сав; Coptic: ⲙⲉ; Corsican: amà; Crimean Tatar: sevmek; Czech: milovat, mít rád; Dalmatian: amur; Danish: elske; Dhivehi: ލޯބި; Dolgan: багар; Dutch: houden van, beminnen, liefhebben, graag zien; Esperanto: ami; Estonian: armastama; Faroese: elska; Finnish: rakastaa; French: aimer; Friulian: amâ; Galician: amar; Georgian: სიყვარული; German: lieben, lieb haben, gern haben; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌾𐍉𐌽; Greek: αγαπώ; Ancient Greek: ἀγαπάω, φιλέω, ἐράω, στέργω; Guaraní: hayhu; Gujarati: પ્રેમ કરવો; Haitian Creole: renmen; Hebrew: אָהַב; Hindi: प्यार करना, प्रेम करना, इश्क़ करना, मुहब्बत करना; Hungarian: szeret; Icelandic: elska; Ido: amar; Indonesian: cinta; Ingrian: suvata; Interlingua: amar; Irish: gráigh; Italian: amare, volere bene; Japanese: 愛する, 恋する, 愛でる, 好む, 愛好する; Jarai: amuăih; Karok: íimnih; Kazakh: сүю; Khmer: ស្រឡាញ់; Korean: 사랑하다, 애정을 품다; Kumyk: сюймек; Kurdish Central Kurdish: خۆشویستن; Northern Kurdish: hez kirin, hez kirin; Kyrgyz: сүйүү; Ladin: amà; Lao: ຮັກ; Latin: amo; Latvian: mīlēt; Lezgi: кӀан хьун; Ligurian: amà; Lingala: linga; Lithuanian: mylėti; Lombard: amà; Luo: hero; Luxembourgish: gär hunn; Macedonian: љуби, сака; Malay: cinta; Malayalam: ഇഷ്ടപ്പെടുക; Maltese: ħabb; Manchu: ᠪᡠᠶᡝᠮᠪᡳ, ᠴᡳᡥᠠᠯᠠᠮᠪᡳ, ᡥᡳᠠᡵᠠᠮᠪᡳ; Maori: hiahia, aroha, tāmau; Marathi: प्रेम; Marshallese: yokwe; Mirandese: amar; Mizo: hmangaih; Mogholi: täla; Mongolian: хайрлах; Mozarabic: اماري; Nahuatl: tlahzoa, tlajsoa; Navajo: ayóóʼáyóʼní; Neapolitan: amà; Norman: aimer; North Frisian: liibe, leew haa, lefhaa; Northern Thai: ᩁᩢ᩠ᨠ; Norwegian: elske; Occitan: aimar; Old Church Slavonic Cyrillic: любити; Old English: lufian; Old Frisian: minnia; Old Occitan: amar; Ottoman Turkish: سومك; Persian: دوست داشتن, عشق داشتن, عاشق بودن, مهر ورزیدن; Pipil: -tasujta, -tazuhta; Polabian: ľaibĕt; Polish: kochać; Portuguese: amar, adorar; Quechua: waylluy, munai, waillui; Romani: kamel; Romanian: iubi, adora; Romansch: avair gugent, charezzar; Russian: любить; Serbo-Croatian Cyrillic: вољети, волети, љубити; Roman: voljeti, voleti, ljúbiti; Shan: ႁၵ်ႉ; Sinhalese: ආදරය කරනවා; Slovak: milovať, ľúbiť, mať rád; Slovene: ljubiti, imeti rad; Sorbian Lower Sorbian: lubowaś; Upper Sorbian: lubować; Spanish: amar, querer; Sumerian: 𒆠𒉘; Swahili: kupenda; Swedish: älska; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ ꠙꠣꠃꠣ, ꠝꠣꠄꠣ ꠇꠞꠣ; Tabasaran: ккун хьуб; Tagalog: ibig, mahal; Tajik: дӯст доштан, ишқ варзидан; Tamil: காதலி, அன்பு செலுத்து; Tatar: яратырга, сөяргә; Telugu: ప్రేమించు; Thai: รัก; Tupinambá: aûsub; Turkish: sevmek; Turkmen: söýmek; Ukrainian: любити, кохати; Urdu: پیار کرنا, محبت کرنا, عشق کرنا; Uzbek: sevmoq; Vietnamese: yêu; Volapük: löfön; Welsh: caru; West Frisian: leaf hawwe, hâlde fan, beminne, leavje; White Hmong: hlub; Wolof: mbëggéel, mbeugeil; Yakut: таптаа; Yiddish: ליב האָבן; Yoruba: fẹ́, fẹ́ràn; Yup'ik: kenkeluni; ǃXóõ: nàm, tsāha, tào