εὐδαίμων
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A blessed with a good genius: hence, fortunate, τάων εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος happy in respect to them (the days), Hes.Op.826; εὐδαίμων καὶ ὄλβιος Thgn.1013; εὐδαίμων καὶ ὑμνητός Pi.P.10.22: freq. in Trag., A.Pr.647, Pers.768, S.Ant.582, etc.: c. gen. rei, happy in or happy on account of... Hes. l.c.; εὐδαίμων τοῦ τρόπου Pl.Phd.58e; ironically, εὐ. εἶ, ὅτι οἴει… Id.R.422e; τὸ εὔδαιμον = εὐδαιμονία, happiness, Th.2.43. Adv. εὐδαιμόνως = happily, in prosperity E.Or.601, Ar.Pl.802, Arist.Pol. 1281a2, etc.: Comp. εὐδαιμονέστερον, διάγοντες X.An.3.1.43: Sup., πόλις εὐδαιμονέστατα διάξει Pl.Lg.710b. 2 of outward prosperity, wealthy, οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Hdt.1.133, cf. 196,5.8, Th.1.6, etc.; ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Lys.32.17; οἱ πλούσιοι καὶ εὐδαίμονες Pl.R.406c; οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐ. Id.Prt.316b; αἱ Ἀθῆναι μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Hdt.8.111; Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐ. Id.5.31; Κυράνα Pi. P.4.276, etc.; πόλις εὐδαίμων Gorg.Fr.10 D.; Ἀραβία εὐδαίμων Peripl. MRubr.26; γῆ ἀρόσαι οὐκ εὐ. Philostr.Im.2.24; opp. εὐτυχής, ὄλβου δ' ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ' ἂν ἄλλος, εὐδαίμων δ' ἂν οὔ E.Med. 1230. 3 truly happy, βίος Pl.Phlb.11d; ὁ εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδαίμων Id.R.354a, cf. 580b (Sup.), Arist.EN1098b21, etc.
German (Pape)
[Seite 1060] ον, eigtl. der einen guten Dämon hat, der ihn geleitet; beglückt, glückselig, Hes. O. 824 u. Folgde überall; begütert, reich, Pind., ἀνήρ, Κυρήνη, P. 10, 22. 4, 267 (so auch Sp. oft von Städten, namentlich von Athen, Her. 8, 111, in Xen. An. oft πόλις μεγάλη τε καὶ εὐδαίμων); πότμος, βίοτος, Ol. 2, 20 N. 7, 100; Aesch. Κῦρος, ἀνήρ, Pers. 754 Ag. 516 u. öfter; εὐδαίμονες, οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών Soph. Ant. 578; Ἀθῆναι O. C. 283; ὄλβος O. R. 1197; βίον ἔχειν εὐδαίμονα Eur. I. T. 915; Ἑλλάς, Θησέως χώρα, 1482 Tr. 209; εὐδαίμονα πράσσειν El. 1359; im Ggstz von εὐτυχής, Med. 1230; Ἥρη Ar. Av. 1741, wie θεός Plat. Tim. 34 b Phaedr. 247 a; ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδ. Plat. Rep. I, 354 a; οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐδ. Prot. 316 b, auf den Besitz gehend; τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν Phil. 11 d; τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι Rep. III, 406 c; Her. ὃς ἐκ π ολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν εἰς πτωχηΐην ἀπῖκται 3, 14, aus dem Reichthum in Armuth gerathen; Ggstz ἄθλιος, Plat. Gorg. 471 c, wie Arist. eth. 1, 13; – τὸ εὔδαιμον, das Glück, Thuc. 2, 23. – C. gen., εὐδ. ὁ ἀνὴρ ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων Plat. Phaed. 58 e. – Von Thieren, τὰ κτήνη εὐδαίμ ονα ποιεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 14. – Adv., εὐδαιμόνως, z. B. πράττειν, Ar. Plut. 802; οἰκεῖν, Plat. Polit. 301 d; ζῆν, oft, u. Folgde; εὐδαιμονέστερον διάγειν, Xen. An. 3, 1, 43.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 heureux, fortuné ; τὸ εὔδαιμον THC le bonheur;
2 riche, opulent;
Cp. εὐδαιμονέστερος, Sp. εὐδαιμονέστατος.
Étymologie: εὖ, δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαίμων: 2, gen. ονος adj.
1) досл. «покровительствуемый благим божеством», т. е. счастливый, преуспевающий (εὐ. τε καὶ ὄλβιος Hes.; μακάριός τε καὶ εὐ. Plat., Arst.);
2) наслаждающийся духовным счастьем (εὐτυχέστερος, εὐ. δ᾽ οὔ Eur.; εὐ. ὁ βίος τοῦ κατ᾽ ἀρετὴν ἐνεργοῦντος Arst.);
3) имущий, состоятельный, богатый (νῆσος μεγάλη τε καὶ εὐ. Her.; ἐν πολλοῖς χρήμασιν Lys.; οἱ πλούσιοι καὶ εὐδαίμονες Plat.): οἱ εὐδαίμονες τῶν Βαβυλωνίων Her. вавилонские богачи.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαίμων: εὔδαιμον, ὁ εὖ τὸν δαίμονα διακείμενον ἔχων: ἐντεῦθεν, εὐτυχής, μακάριος, Λατ. fetix, τάων εὐδαίμων τε καὶ ὄλβιος ὃς τάδε πάντα εἰδὼς ἐργάζηται ἀναίτιος ἀθανάτοισιν, τούτων ὅστις ταῦτα πάντα εἰδὼς ἐργάζηται, μὴ δυσαρεστῶν τοὺς θεούς, οὗτος εἶναι εὐδαίμων καὶ ὄλβιος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 824· εὐδ. καὶ ὄλβιος Θέογν. 1007· καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 647, Πέρσ. 768, Σοφ. Ἀντ. 582· μακάριός τε καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 354Α· μετὰ γεν., εὐτυχὴς ἔν τινι ἢ διά τι, Ἡσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Φαίδ. 58Ε: ὡσαύτως εἰρωνικῶς, εὐδ. εἶ, ὅτι οἴει... Πλάτ. Πολ. 422Ε· τὸ εὔδαιμον = εὐδαιμονία, Θουκ. 2. 43. ― Ἐπίρρ. -μόνως Εὐρ. Ὀρ. 601, Ἀριστοφ. Πλ. 802, κλ. ― Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. -έστερον. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 734D, 710Β. 2) ἰδίως ἐπὶ ἐξωτερικῆς εὐτυχίας, ὁ εὐημερῶν, ὁ πλούσιος, οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133, πρβλ. 196., 5. 8, Πινδ. Π. 10. 34, Θουκ. 1. 6, κλ.· ἐν πολλοῖς χρήμασιν εὐδαίμονες ὄντες Λυσ. 903. 11· οἱ πλούσιοι καὶ εὐδ. Πλάτ. Πολ. 406C, πρβλ. Πρωτ. 316Β: ― ὡσαύτως ἐπὶ τόπων, αἱ Ἀθῆναι μεγάλαι τε καὶ εὐδαίμονες Ἡρόδ. 8. 111· Εὐβοίῃ, νήσῳ μεγάλῃ τε καὶ εὐδ. ὁ αὐτ. 5. 31· Κυράνα Πινδ. Π. 4. 491, κτλ. ― Ἂν καὶ πάντοτε ἐμπερικλείει τὴν ἔννοιαν καλῆς τύχης, ὅμως ἐν Εὐρ. μηδ. 1230 ἀντιτίθεται πρὸς τὸ εὐτυχής, ὄλβου δ᾿ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος ἄλλου γένοιτ᾿ ἂν ἄλλος, εὐδαίμων δ᾿ ἂν οὔ· συνήθως ὅμως ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι στενῶς σχετίζονται, εὐτυχία καὶ εὐδαιμονία, ὄλβος καὶ εὐημερία, ἴδε πρὸ πάντων Πλάτ. Πολ. 354Α, 580C, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 4, κἑξ, 7. 13, 2, κἑξ., Πολιτικ. 8. 5, 10. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157 κἑξ.
English (Slater)
εὐδαίμων (-ων, -ονος, -ονι, -ον(α); -όνων) fortunate, happy πότμῳ σὺν εὐδαίμονι (O. 2.18) τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας (P. 4.276) εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.100) Πηλέος ἐυδαίμονος γαμβροῦ θεῶν (I. 6.25) ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 10. εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134.
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ εὐδαίμων, -ον)
1. αυτός που έχει καλή τύχη, ο ευτυχής
2. ο αληθινά ευτυχισμένος («εὐδαίμων βίος», Πλάτ.)
3. ευκατάστατος, πλούσιος
4. φρ. «εὐδαίμων Ἀραβία» — η εύφορη περιοχή της Αραβίας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.) τὸ εὔδαιμον
η ευδαιμονία («τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον» — η αληθινή ευτυχία είναι η ελευθερία, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαίμων «τύχη»].
Greek Monotonic
εὐδαίμων: -ον, 1. ευλογημένος από τον θεό· απ' όπου, τυχερός, ευτυχισμένος, μακάριος, Λατ. felix, σε Ησίοδ., Θέογν., Τραγ. κ.λπ.· τὸ εὔδαιμον = εὐδαιμονία, σε Θουκ.· επίρρ. -μόνως, σε Ευρ. κ.λπ.
2. λέγεται για εξωτερική ευτυχία, τυχερός, πλούσιος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
1. blessed with a good genius; hence fortunate, happy, blessed, Lat. felix, Hes., Theogn., Trag., etc.:— τὸ εὔδαιμον = εὐδαιμονία, Thuc.:—adv. -μόνως, Eur., etc.
2. of outward prosperity, well off, wealthy, Hdt., Thuc., etc.
English (Woodhouse)
auspicious, fortunate, happy, prosperous
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει γιά προστάτη καλό θεό, εὐτυχισμένος). Ἀπό τό εὖ + δαίμων (=μοίρα) πού παράγεται, ἀπό τό δαίω (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐδαίμων: εὐδαιμονῶ, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίζω (=καλοτυχίζω), εὐδαιμονικός, εὐδαιμόνισμα, εὐδαιμονισμός, εὐδαιμονιστέος.