βασκανία
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ἡ, A malign influence, witchery, Pl.Phd.95b; β. φαυλότητος ἀμαυροῖ τὸ καλόν LXX Wi.4.12; βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Arist.Pr.926b20. 2 malignity, ἀγνωμοσύνη καὶ β. D.18.252; ὄχλος καὶ β. Id.19.24: pl., LXX4 Ma.2.15. 3 jealousy, ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης Call.Epigr.23, cf. Ph.2.81, al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Morfología: [gen. -ίης Call.Epigr.21.4]
I 1 mal de ojo, embrujamiento, hechizo μή τις ἡμῖν β. περιτρέψῃ τὸν λόγον Pl.Phd.95b, τὸ πήγανον βασκανίας ... φάρμακον Arist.Pr.926b20, εἰ μὴ τὴν καθ' ἡμῶν βασκανίαν ταχὺς ἀποσόβησεν Ἔρως Aristaenet.2.14.1, β. γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά = pues la fascinación del mal oscurece el bien LXX Sap.4.12, ἐπιγράφουσιν τὴν βασκανίαν τοῖς ἀνθρώποις = atribuyen el mal de ojo a los hombres Eus.Alex.Serm.M.86.356B.
2 entom. mantis religiosa Hsch.κ 4024.
II abstr.
1 envidia ὁ δ' ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης Call.Epigr.21.4, ἀνάπλεά τε τῆς ἀπὸ τῶν προϊεμένων μοχθηρίας καὶ βασκανίας Plu.2.683a, β. ἐν ὑμῖν μὴ κατοικείτω = que la envidia no se aposente en vosotros Ign.Rom.7.
2 perversidad, malicia ἄν τις ἴδοι τὴν ἀγνωμοσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν βασκανίαν D.18.252, ὄχλος ... καὶ β. D.19.24, κακεντρέχεια καὶ β. καὶ δόλος Plb.4.87.4, unido a φθόνος IP 163.1A.2 (III a.C.), Plu.2.39d, Aristid.Or.12.37, D.Chr.45.5, Chrys.M.59.269, a ζῆλος Them.Or.21.254a, οὐ γὰρ πειστέον Ἀριστοτέλει ὑπὸ τῆς πρὸς Πλάτωνα βασκανίας anón. fil. en POxy.3219.fr.1.7, ἀπίτω β. τῆς χάριτος = apártese la perversidad de la gracia Aristaenet.1.1.54, ἡ τυραννικὴ β. = malicia propia del absolutismo M.Ant.1.11, οὔτ' ἀγνωσίᾳ τῶν συγγραφέων οὔτε βασκανίᾳ = ni por ignorancia ni por malicia de los autores Aristid.Quint.65.13, ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ' αὐτῶν διὰ τὴν βασκανίαν Aesop.172, τὴν τούτων βασκανίαν ὑπερβάς Ph.2.81, φιλαρχία καὶ ... β. LXX 4Ma.2.15, ref. al demonio, Iust.Phil.Monarch.1.
German (Pape)
[Seite 438] 1) Verläumdung, Dem. 18, 252 u. Sp., z. B. βασκανίης κρέσσονα ᾔεισεν Callim. 62 (VII, 525). – 2) Beherung, Beschreien, Plat. Phaed. 95 b; Arist. Probl. 34, 20; übh. Neid, Pol. 4, 87; Rufin. 34 (v. 22).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
envie, jalousie ; esprit de dénigrement, méchanceté.
Étymologie: βάσκανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασκανία -ας, ἡ, Ion. βασκανίη βάσκανος
1. tovenarij.
2. kwaadwillendheid, kwaadaardigheid.
Russian (Dvoretsky)
βασκᾰνία: ἡ
1) околдовывание, злые чары Arst.;
2) зависть Plat., Plut.;
3) клевета, поношение, злословие, Dem., Polyb.
Middle Liddell
[from βάσκανος
slander, envy, malice, Plat., Dem.
Greek Monolingual
η (AM βασκανία) βάσκανος
βλαπτική επίδραση που δέχονται πρόσωπα, ζώα ή αντικείμενα από εξωτερική ενέργεια, η οποία προέρχεται από κάποιο πρόσωπο που πιστεύεται ότι έχει έμφυτη προδιάθεση γι' αυτό
αρχ.
κακολογία, φθόνος.
Greek Monotonic
βασκᾰνία: ἡ, επιζήμια επιρροή, κακία, «μάτιασμα», σε Πλάτ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
βασκᾰνία: ἡ, κακολογία, φθόνος, Πλάτ. Φαίδ. 95Β, Δημ. 311.8· ὄχλος καὶ β. Δημ. 348.24
ΙΙ. μαγεία, «μάτιασμα», Καλλ. Ἐπ. 22· βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον Ἀριστ. Προβλ. 20.34.