Ζ
English (LSJ)
ζ, ζῆτα, τό, indecl., seventh (later sixth) letter of Gr. alphabet (cf. IG 14.2420); as numeral ζʹ = ἑπτά and ἕβδομος (Ϛ', i.e. ϝαῦ, the digamma, being retained to represent ἕξ, ἕκτος), but ͵ζ = 7 000.
◊ Zeta, being a double consonant (pronounced either as zd or as dz acc. to dialect and date), made a short vowel at the end of the foregoing syllable long by position; exc. before pr. names, which could not otherwise come into the hexam., ἄστυ Ζελείης Il. 4.103, 121; ὑλήεσσα Ζάκυνθος h.Ap. 429, etc.; afterwds. pronounced as Engl.
z, cf. ζμῆνος PCair. Zen. 151.4 (iii BC), ζμύρνης ib. 9 (iii BC), ἀμφιζβήτησιν Mitteis Chr. 31 viii 6 (ii BC), cf. Ael.Dion. Fr. 187; sometimes σζ was written, ἐνδέσζμους IG2². 1672.308 (iv BC), θυσιάσζειν IG 3.73.
Greek Monotonic
Ζ: ζ, ζῆτα, τό, άκλιτο, το έκτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ζʹ = ἑπτά και ἕβδομος [το απαρχαιωμένο ςʹ («στίγμα»), δηλ. το Ϝ, βαῦ, το οποίο συνήθως ονομάζουμε δίγαμμα, διατηρήθηκε για να παριστά τα ἕξ, ἕκτος· αλλά ͵ζ = 7.000. Το Ζ ζ προέκυψε από τη σύνθεση σ και δ, με αποτέλεσμα στην Αιολ. να γίνεται σδ, όπως Σδεύς, κωμάσδω, ψιθυρίσδω αντί Ζεύς, κωμάζω, ψιθυρίζω· αντιστρόφως, στην Αττ. το σδ γίνεται ζ, π.χ. Ἀθήναζε, θύραζε αντί Ἀθήνασδε, θύρασδε. Αλλά το σ συχνά δεν εμφανίζεται στην Αιολ., όπου ζά = διά, βλ. ζά, ζα-· ομοίως στην Αιολ. και Δωρ. το ζ γίνεται δ, καθώς έχουμε τους τύπους Δεύς, Δάν αντί Ζεύς, Ζάν· ο τύπος όμως δορκάς = ζορκάς· κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε επίσης τον τύπο ἀρίζηλος αντί ἀρίδηλος· επίσης, ἀλαπαδνός από το ἀλαπάζω, παιδνός από το παίζω· στη Δωρ., όταν το ζ βρίσκεται στο μέσο λέξεως γίνεται δδ, όπως στους τύπους θερίδδω αντί θερίζω, μάδδα αντί μᾶζα. Το ζήτα, επειδή είναι διπλό σύμφωνο, καθιστά το βραχύ φωνήεν που βρίσκεται στο τέλος της προηγούμενης συλλαβής, θέσει μακρό. Ο Όμηρος όμως χρησιμ. σε δύο περιπτώσεις ως βραχύ το φωνήεν που βρισκόταν πριν από φθόγγο ζ· και οι δύο λέξεις που άρχιζαν με το ζ ήταν κύρια ονόματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να υπηρετήσουν το δακτυλικό εξάμετρο· ἄστῠ Ζελείης, ὑλήεσσᾰ Ζάκυνθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Ζ, ζ, τό (ζῆτα), indecl., zeta (zesde letter van het Griekse alfabet; uitgesproken als /sd/ of /ds/); als getal: ζʹ = 7, ͵ζ = 7000 (voor het getal 6 zie de letter wau, na de epsilon).
German (Pape)
ζ, ζῆτα, der sechste Buchstabe des griechischen Alphabets, als Zahlzeichen ζʹ = 7, der siebente; ͵ζ = 7000; Plat. Crat. 427a nennt ihn πνευματώδης, und die alten Grammatiker betrachten ihn als Mischlaut aus σδ, vgl. Dion.Hal. C.V. p. 166 und Sext.Emp. adv.Math. 1.103, wie auch Aetoler und Dorier Σδεύς, μουσίσδω und ä. statt Ζεύς, μουσίζω schrieben, und wie es auch sicher ausgesprochen wurde, wie noch heute die Neugriechen es weicher und säuselnder als unser Z sprechen. Es geht leicht in δ über, ἕζω – ἕδος, παίζω – παιδνός, ἀρίζηλος – ἀρίδηλος und ä., vgl. Plat. Crat. 418cd (ζυγόν – δυογόν); vgl. Buttmann Lexil. I p. 220; aber Ζάκυνθος ist Saguntum, ζιβύνη = σιβύνη. In den Wurzeln ist es mit dem sanscrit. y, dem lat. j verwandt, ζυγόν, jugum, vgl. ζόρξ, δόρξ, ἴορκος, und ζῆλος, ital. gelosia, franz. jalousie. Bei den Arkadern stand es auch für β, ζέλλω, ζέρεθρον für βάλλω, βάραθρον.
Über die Position, welche ζ macht, und welche Hom. nur vor den Eigennamen Ζελείη und Ζάκυνθος, sp.D. öfter vernachlässigen, s. Spitzner vers. Her. p. 99 und Hermann Orph. 761.