ἀτύχημα

From LSJ
Revision as of 18:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῠχημα Medium diacritics: ἀτύχημα Low diacritics: ατύχημα Capitals: ΑΤΥΧΗΜΑ
Transliteration A: atýchēma Transliteration B: atychēma Transliteration C: atychima Beta Code: a)tu/xhma

English (LSJ)

ατος, τό, A misfortune, miscarriage, Antipho 3.4.5 (v.l.), Timocl.6.18. 2 fault of ignorance, mistake, D.23.70; opp. ἀδίκημα, ἁμάρτημα, Gorg.11, Arist.Rh.1374b6, EN1135b12: euphemism, crime, ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20, cf.Plb.12.14.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 desventura, infortunio περισσότερα ἀτυχήματα Antipho 3.4.5, τὰ μείζονα ... πέπονθε τις ἀτυχήματα Timocl.6.18, τὸ πρᾶγμ' ἀτύχημα συμβέβηκεν D.22.17, τῶν δὲ ἀτυχημάτων ἁπάντων Δημοσθένην (αἴτιον γεγενημένον) Aeschin.3.57, ἐπάγομαι μέγ' ἀτύχημα Men.Sam.218, τὸ ... ἀτύχημα τῇ πόλει συμβάν D.Chr.34.7, ἐν ἀτυχήμασιν εὐτυχεῖν Ach.Tat.1.8.8, cf. Plb.12.14.2, Eun.VS 461
ref. a una pers. calamidad ἐν δὲ ταῖς ἐνεργείας ταπεινοί ... ὅλοι ἀτυχήματα y en las acciones somos abyectos ... completas calamidades Arr.Epict.2.16.18, tb. ref. a animales, Arr.Epict.1.3.7, 9.
2 falta involuntaria, error fortuito op. ἁμάρτημα Gorg.B 11.19, Arist.EN 1135b17, ἔστιν ἀτυχήματα ... ὅσα παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ μοχθηρίας Arist.Rh.1374b6, cf. Plu.2.468a
euf. delito ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20.

German (Pape)

[Seite 390] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 ὅταν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, im Gegensatz des verschuldeten Unglücks, ἁμάρτημα, u. von ἀδίκημα, rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 infortune, insuccès, échec;
2 faute involontaire, méprise;
ἀτυχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτύχημα: ατος (ῠ) τό
1) неудача, провал, несчастье, Isae., Dem., Plut.;
2) (невольная), ошибка Arst.;
3) преступление, злодеяние (περί τινα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτύχημα: τό, δυστύχημα, ἀποτυχία, σφάλμα, δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀδίκημα καὶ ἁμάρτημα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, ἔγκλημα, κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. αὐτόθι 13. 5.

Greek Monolingual

το (AM ἀτύχημα) ατυχής
δυστύχημα, δυσάρεστο γεγονός
αρχ.
1. σφάλμα ή παράπτωμα που έγινε από άγνοια, σε αντίθεση με το αδίκημα
2. σωματικό ελάττωμα
3. (ευφημιστικά) έγκλημα.

Greek Monotonic

ἀτύχημα: -ατος, τό, ατυχία, ατύχημα, αναποδιά, σε Ρήτ.

Middle Liddell

ἀτυχέω
a misfortune, mishap, Oratt.

English (Woodhouse)

calamity, defeat, disaster, misfortune, blow of fortune, piece of ill-luck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)