εὐσταθής
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ές, Ep. ἐϋστ-, as always in Hom., (ἵσταμαι) A well-based, well-built, περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου, Od. 20.258, 23.178. II metaph., steadfast, tranquil, ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ -έστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.SA1.10; -έστεροι γνώμῃ ib.2.3; περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς dub. in Phld.D.3tit. 2 of the body, sound, healthy, σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.Fr.68, Metrod.Fr.5; of persons, healthy, sound, Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1. 3 εὐ. νοῦσοι easily cured, not serious, Hp.Aph. 3.8; καῦσοι Id.Epid.1.1. 4 of weather, steady, settled, calm, θέρος ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821. 5 generally, steady, quiet, βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.Dem.36; in political sense, firmly established, μοναρχία Phld.Hom.p.31 O. III Adv. -θῶς, ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.in EN115.3; στρατοπεδεῦσαι App.Hisp.25, al.: Sup. -έστατα Id.BC2.115; Aeol. -θέως IG12(2).243 (Mytilene).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋσταθής;
ής, ές :
I. bien établi, ferme, fixe, solide;
II. p. suite
1 stable;
2 chez les Épicuriens en parl. du corps consistant;
3 équilibré, sain de corps et d'âme, d'un caractère calme ou rassis.
Étymologie: εὖ, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰθής: эп. ἐϋσταθής 2
1) хорошо построенный, устойчивый, крепкий, прочный (μέγαρον, θάλαμος Hom.);
2) уравновешенный (φρόνημα μετ᾽ ἐλπίδος Plut.);
3) крепкий, здоровый (σαρκὸς κατάστημα Epicur. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστᾰθής: -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): καλῶς τεθεμελιωμένος, καλῶς ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., σταθερός, σοβαρός, Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ εὐσταθέω, εὐστάθεια. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., σταθερός, ἀμετάβλητος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ Ζέφυρος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) καθόλου, σταθερός, ἥσυχος, βίος Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ ἁρμονία Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): well-based, firmstanding; μέγαρον, θάλαμος, Σ 3, Od. 23.178.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσταθής, -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)
σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.)
αρχ.
1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῑχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. σταθερὸς, σοβαρὸς
3. αυτὸς που επιμένει σε κάτι
4. ήρεμος, πράος («εὐσταθεῖς ψυχαί», Δημόκρ.)
5. υγιής
6. φρ. «εὐσταθεῖς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ευσταθώς (ΑΜ εὐσταθῶς
Α και εὐσταθέως)
σταθερά, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταθής (< εστάθην παθ. αόρ. του ρ. ίσταμαι). Κατά το σχήμα ακρατής / κρατερός, αφανής / φανερός («νόμος του Caland») σχηματίστηκαν και ασταθής / ευσταθής: σταθερός. Από το ευσταθής προήλθε και κύρ. όν. Ευστάθιος, απ' όπου το σημερ. Στάθης].
Greek Monotonic
εὐστᾰθής: -ές, Επικ. ἐϋ-στ- (ἵσταμαι), καλώς θεμελιωμένος, καλά οικοδομημένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
εὐ-στᾰθής, ές ἵσταμαι
well-based, well-built, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=σταθερός). Ἀπό τό εὖ + ἵσταμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐσταθής: εὐστάθεια, εὐσταθῶ, εὐσταθῶς.
German (Pape)
ές, ep. ἐϋσταθής, festgestellt, festgegründet; μέγαρον Od. 18.374; θάλαμος 23.178; einzeln bei sp.D., wie στάλικες Man. 4.338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταθεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. beständig, ζέφυρος Ap.Rh. 4.820. – Bei den Epikuräern, wohlbehalten, gesund am Leibe und heiter, ruhig im Gemüte, τὸ εὐσταθὲς σαρκὸς κατάστημα Plut. Non Posse 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν εὐσταθής Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταθεῖς Ath. I.4d; Dion.Hal. Dem. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ φιλάρχαιος ἁρμονία. Vgl. Lobeck Phryn. 282.
• Adv., Sp., wie DL. 7.182, διαλέγεσθαι εὐσταθῶς, sich ruhig unterreden, im Gegensatz von ἄρχεσθαι φιλονεικεῖν.