χάλκειος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
η, ον, Ep. for χάλκεος, A of copper or of bronze, brazen, ἔγχεϊ χαλκείῳ Il.3.380; αἰχμὴ χάλκειος 4.461; κληΐς Od.21.7; αὐγὴ χάλκειος gleam of brass, Il. 13.341; χάλκειον γένος, of the Age of brass, Hes. Op.144; εἰκὼ χαλκείην Maiist.15: once in Trag., χάλκειον κάρα, S.Fr. 537 (nisi leg. χάλκεον); in late Prose, χάλκειος σφαῖρα S.E.M.7.376. II Subst., χάλκειος, ἡ, yellow fish thistle, Carlina corymbosa, Thphr.HP6.4.3, Plin.HN21.94. III v. χαλκήϊος.
German (Pape)
[Seite 1329] εία, ειον, ion. χαλκήϊος, poet. = χάλκεος, ehern, aus Erz od. Kupfer gemacht; oft bei Hom., der auch zweimal die ion. Form braucht, χαλκήϊα ὅπλα Od. 3, 433, χαλκήϊος δόμος, die Schmiede, 18, 328; ἔγχος Il. 3, 380 u. oft; αἰχμή 4, 461 u. sonst; κόρυς 12, 184; ἄορ Od. 19, 241; κνήστι χαλκείῃ Il. 11, 640; κληῗδα χαλκείην Od. 21, 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
poét. c. χάλκεος : χαλκήϊος (épq. p. χάλκειος) δόμος OD forge.
Étymologie: χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
χάλκειος: эп.-ион. χαλκήϊος 3 и
1 медный или бронзовый (ὅπλα, κνῆστις Hom.; σφαῖρα Sext.): αὐγὴ χαλκείη Hom. блеск меди; γένος χάλκειον Hes. медное поколение, т. е. бронзовый век;
2 кузнечный: χ. δόμος Hom. и χ. θῶκος Hes. кузница - см. тж. χάλκεος.
Greek (Liddell-Scott)
χάλκειος: χαλκήιος, η, ον, Ἐπικ. ἀντὶ χάλκεος, ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου, χάλκινος, ἔγχεϊ χαλκείῳ Ἰλ. Γ. 380· αἰχμὴ χαλκείη Δ. 461· αὐγὴ χαλκείη, λάμψις χαλκοῦ, Ν. 341· χαλκήια ὅπλα Ὀδ. Γ. 433· χαλκήιος δόμος, ― χαλκεῖον, χαλκέως ἐργαστήριον, σιδηρουργεῖον, Σ. 328· χάλκειος θῶκος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 491· χάλκειον γένος, ὁ αἰὼν τοῦ χαλκοῦ γ., αὐτόθι 143· ― ἅπαξ μόνον παρὰ τοῖς Τραγ. χάλκειον κάρα, Σοφ. Ἀποσπ. 482 (ἔνθα πιθανῶς διορθωτέον, χάλκεον)· χάλκειος σφαῖρα παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 376 εἶναι πιθανῶς εἰλημμένον ἔκ τινος ποιητοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. χάλκειος, ἡ, φυτόν τι ὅμοιον ἀκάνθῳ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3.
Greek Monolingual
-είη, -ον, Α
(επικ. τ.) βλ. χαλκούς.
Greek Monotonic
χάλκειος: και χαλκήϊος, -η, -ον, Επικ. αντί χάλκεος, από χαλκό ή ορείχαλκο, χάλκινος, σε Όμηρ.· χαλκήϊος δόμος = χαλκεῖον, σιδηρουργείο, σε Ομήρ. Οδ.· χάλκειον γένος, ο αιώνας του χάλκινου γένους, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
χάλκειος, ανδ χαλκήιος, η, ον [epic for χάλκεος
of copper or bronze, brasen, Hom.; χαλκήιος δόμος, = χαλκεῖον, a forge, Od.; χάλκειον γένος, of the Age of brass, Hes.