ἀπορροή

From LSJ
Revision as of 17:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορροή Medium diacritics: ἀπορροή Low diacritics: απορροή Capitals: ΑΠΟΡΡΟΗ
Transliteration A: aporroḗ Transliteration B: aporroē Transliteration C: aporroi Beta Code: a)porroh/

English (LSJ)

ἡ, ἀπορρέω
A flowing off, stream, αἵματος ἀπορροαί E.Hel. 1587; outflow, Sabin. ap. Orib.9.15.6; surface from which water flows off, D.S.2.8.
2 falling of a river, Aristid.Or.36(48).36.
3 exhalation, Plu.Sol.23.
4 effluence, emanation, ἀπορροὴ τοῦ κάλλους Pl.Phdr.251b; πάντων ἀπορροαὶ ὅσσ' ἐγένοντο Emp.89, cf. Arist. Pr.908a21, Plot.2.3.2; ἔστι χρόα ἀπορροὴ σχήματων ὄψει ξύμμετρος Pl. Men.76d.
II falling away, loss, τὰ ἐκεῖ ταχθέντα κατὰ φύσιν μένοντα οὐδεμίαν πάσχει ἀ. Plot.2.1.4.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Morfología: [dór. gen. plu. ἀποροᾶν TEracl.1.17, 22]
1 acción de fluir, flujo αἵματος E.Hel.1587, Hp.Vlc.2
derrame, pérdida οἷον ὀφθαλμίας ἀ. καὶ ἀνάχρωσις Plu.2.53c
fuente de un río ἀπὸ τᾶν ἀποροᾶν TEracl.ll.cc.
influencia, influjo de los astros, Plot.2.3.2, cf. Gr.Nyss.Fat.p.38.9
exhalación de vapores y olores, Arist.Pr.908a21, Thphr.Ign.33, Plu.Sol.23
en fil. efluvio, emanación que los cuerpos desprenden πάντων εἰσὶν ἀπορροαὶ ὅσσ' ἐγένοντο Emp.B 89, ἔστιν γὰρ χρόα ἀ. σχημάτων Pl.Men.76d, ἅπαντος γὰρ ἀεὶ γίνεσθαί τινα ἀπορροήν Thphr.Sens.50 (= Democr.A 135), cf. Gorg.B 4
que posibilita la percepción de los sentidos ἀ. τοῦ κάλλους Pl.Phdr.251b, Ach.Tat.1.9.4, 5.13.4, Aristaenet.2.18.7, cf. ἀπορροάς· εἴδωλα, καὶ σκιαί Hsch.
esp. en neoplatónicos y crist. emanación, pérdida de substancia de los cuerpos celestes y superiores ἢ ἅπαξ ἐκεῖ ταχθέντα ... οὐδεμίαν πάσχει ἀπορροήν Plot.2.1.4, de Dios, Origenes Cels.1.48, Gr.Naz.M.36.364B, cf. ἀ. σεμνότερον τοῦ «ἀπόρροια» Phryn.PS 50.
2 reflujo o estiaje del Nilo op. ἀνάβασις Aristid.Or.36.36.
3 arq. tajamar D.S.2.8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. écoulement;
II. p. anal. 1 chute (de feuilles);
2 exhalaison, émanation (de vapeurs, d'odeurs, etc.) ; odeur;
3 influence des astres;
4 fig. émanation (de la beauté).
Étymologie: ἀπορρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορροή:
1 поток, струя (αἴματος ἀπορροαί Eur.; sc. τοῦ ὕδατος Xen.);
2 истечение, выделение (τοῦ κάλλους Plat.; ἡ ὀσμὴ ἀ. τίς ἐστιν Arst.; ὀφθαλμίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορροή: καὶ ἀπόρροια, ἡ, τὸ δεύτερον (κατὰ Φρύνιχ.) ἦττον Ἀττ., ἀλλ’ ἔτι κεῖται παρὰ Ξεν. ἐν Ἑλλ. 5. 2, 5, ἴδε Λοβ. Φρύν. 496· (ἀπορρέω): - ἐκροή, ῥεῦσις, αἵματος ἀπορροαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1587· ἐπὶ ὕδατος, ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἁπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ῥυάκιον, [IV] Πίνακ. Ἡρακλ. Ι17· 22· 27· 32· 56· 87, ἀναθυμίασις, ἀτμοσφαιρικὴ ἐπίδρασις, Πλουτ. Σόλων 23. 2) ἐκροὴ, ἐκπόρευσις, ἔκχυσις, δεξάμενος γάρ τοῦ κάλλους τὴν ἀπορροὴν διὰ τῶν ὀμμάτων ἐθερμάνθη Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β· ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, ἀπόρροιαι ἐκαλοῦντο αἱ ἐκπηγάσεις ἢ ῥοαὶ, δι’ ὧν χρώματα καὶ ἀλλαι ὁραταὶ ἰδιότητες τῶν πραγμάτων ἐγίνοντο καταληπταὶ ἀπὸ τὸν νοῦν, Ἐμπεδ. 337, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 10., 3. 15, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ φιλοσοφικῷ συστήματι τοῦ Δημοκρίτου, ὁ αὐτ. Περὶ τ. καθ’ ὕπν. μαντ. 2, 5· οὕτως, ἐστὶ... ἀπορροὴ σχήματος ὄψει ξύμμετρος Πλάτ. Μένων 76D· ἔνθαθεωρία ἀποδίδοται εἰς τὸν Γοργίαν, πρβλ. Τίμ. 67C. ΙΙ. πτῶσις, τῶν φύλλων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 2.

Greek Monolingual

η (Α ἀπορροή) απορρέω
νεοελλ.
χημ. το χημικό στοιχείο ατομικού αριθμού 86
αρχ.
1. ροή από κάπου
2. ρέμα, ρυάκι
3. (για ποτάμια) εκπήγαση
4. αναθυμίαση
5. εκροή, εκπόρευση
6. (για φύλλα) αποβολή, πτώση.

Greek Monotonic

ἀπορροή: και ἀπόρροια, ἡ (ἀπορ-ρέω)·
I. εκροή, ροή, ρεύμα, σε Ευρ., Ξεν.
II. εκπόρευση, εκπήγαση, σε Πλάτ.

English (Woodhouse)

outflow, flowing out, stream of blood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ἡ, Abfluß, Ausfluß, αἴματος Eur. Hel. 1587; κάλλους Plat. Phaedr. 251b, und öfter.