ἵδρυμα
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ατος, τό, A establishment, foundation, Ἰάσονος ἵ. Str.6.1.1, cf. Plu.Marc.20; Ποιῆσσαν χαρίτων ἵ. Call.Aet.3.1.73. 2 temple, shrine, θεῶν Hdt.8.144, A.Ag.339, cf.Ch.1036, E.Ba.951, Pl.Lg.717b, etc.; statue, δαιμόνων ἵ. A.Pers.811, cf. Arr.Epict.2.22.17. 3 τὸ σὸν ἵ. πόλεως the stay, support of thy city, of chieftains, E.Supp.631 (lyr.). [ἵδρῠμα Call. l.c. (s. v.l.); ῐ by nature, Lyc.1032.]
German (Pape)
[Seite 1238] τό, das Niedergesetzte, Festgestellte, Gegründete; vom Tempel Aesch. Eum. 32; wie ἕδος auch Götterstatue, Götterbild, δαιμόνων θ' ἱδρύματα πρόῤῥιζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων Pers. 797; vgl. Ag. 330; βωμοὶ δ' ἄϊστοι καὶ θεῶν ἱδρύματα 513; τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur. Bacch. 949, der Suppl. 631 τὸ σὸν ἄγαλμα, τὸ σὸν ἵδρυμα πόλεος vrbdí, wo man es "die in der Stadt angesiedelten Bürger" od. "die Stütze, Schutzwehr der Stadt" erkl.; in Prosa, ἐφέστιον ἵδρυμα ἐν οἴκῳ ἔχων Plat. Legg. XI, 931 a, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν IV, 717 b; Sp., τῶν ἱδρυμάτων κομισθέντων ἐκ τοῦ νεώ D. Hal. 1, 67; – die Gründung, ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. Marc. 20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 fondement, fondation;
2 demeure, particul. demeure sacrée, temple;
3 statue.
Étymologie: ἱδρύω.
Russian (Dvoretsky)
ἵδρῡμα: ατος τό
1 возведение, сооружение, основание, постройка: ἵ. λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν Plut. говорят, что (этот) храм был воздвигнут критянами;
2 святилище, храм (θεῶν Her.);
3 жилище, обитель (τὰ Νυμφῶν ἱδρύματα Eur.);
4 изображение, изваяние, статуя, кумир (δαιμόνων Aesch.; ἱδρύματα πατρῴων θεῶν Plat.);
5 основа, столп, устой (πόλεως Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἵδρυμα: τό, (ἱδρύω) οἰκοδόμημα ἱδρυθὲν ὑπό τινος, Ἰάσονος ἵδρυμα Στράβων 252, Πλουτάρχ. Μάρκελλ. 20. 2) ὡς τὸ ἕδος, ναός, ἱερόν, θεῶν Ἡρόδοτ. 8. 144, Αἰσχύλ. Ἀγ. 339, Χο. 1036, Εὐριπ. Βάκχ. 951, Πλάτων. Νόμ. 717B, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ ἄγαλμα, δαιμόνων ἵδρυμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 811, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 41. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 17. 3) σὸν ἵδρυμα πόλεως, προπύργιον, στήριγμα τῆς πόλεως, ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν, ὡς τὸ Λατ. columen rei, Εὐρ. Ἱκέτ. 631· πρβλ. ἔρεισμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἵδρυμα) ιδρύω οικοδόμημα, κτίσμα
νεοελλ.
οργανισμός που έχει αγαθοεργό, επιστημονικό ή άλλον κοινωφελή σκοπό («φιλανθρωπικό ίδρυμα»)
αρχ.
1. ναός, ιερό («ἵδρυμα θεῶν», Ηρόδ.)
2. άγαλμα («ἵδρυμα δαιμόνων», Αισχύλ.)
3. φρ. (για αρχηγούς) «τὸ ἵδρυμα πόλεως» — το στήριγμα της πόλης (Ευρ.).
Middle Liddell
ἵδρῡμα, ατος, τό, ἱδρύω
1. a thing founded or built, a foundation, Plut.
2. like ἕδος, a temple, shrine, Hdt., Aesch., Eur.
3. τὸ ἵδρυμα πόλεως the stay, support of thy city, Lat. columen rei, Eur.