ῥάθυμος

From LSJ
Revision as of 18:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱ́θῡμος Medium diacritics: ῥάθυμος Low diacritics: ράθυμος Capitals: ΡΑΘΥΜΟΣ
Transliteration A: rháthymos Transliteration B: rhathymos Transliteration C: rathymos Beta Code: r(a/qumos

English (LSJ)

ον, (ῥάθυμος or ῥᾴθυμος) (ῥᾶ, θυμός)
A light-hearted, easy-tempered, frivolous, careless, ὦ ῥαθυμότατε Pl.Tht.166a.
2 mostly in bad sense, taking things easy, indifferent, S.El.958, Isoc.9.35; οὐδεὶς γὰρ ὢν ῥ. εὐκλεὴς ἀνήρ E.Fr.237.
3 slipshod, of literary style, Cic.QF2.15(16).5 (Comp.).
II of things, carefree, easy, βίος Isoc.4.108; ῥαθυμοτάτη καταφυγή Id.11.45; τὰ ῥαθυμότατα αἱρεῖσθαι Pl.Cri.45d, cf. Arist.Rh.1368b18.
III Adv. ῥαθύμως = carelessly, negligently, with equanimity, calmly, tranquilly Pl.Lg.659b, etc.
2 much like ῥᾳδίως, lightly, with equanimity, ῥαθύμως φέρειν And.4.23, Pl.R.549d; ῥαθύμως ὑποφέρειν Id.Lg. 879c; ῥαθύμως ἔχειν Isoc.12.17; περί τι Plb.4.7.6: Comp. ῥαθυμότερον Isoc. 6.56, 7.10; ῥαθυμοτέρως διάγειν Arist.Pol.1335b17; διακείμενοι Aen.Tact. 26.2. ῥαθυμότερος correctly in PSI5.522.4 (iii B.C.), but ῥαιθυμότατε wrongly in cod. B of Pl.Tht. l.c. (fol. 93v).]

English (Woodhouse)

careless, heedless, idle, indifferent, indolent, lazy, negligent, thoughtless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[Seite 832] von leichtem Herzen, Gemüth, leichtsinnig, nachlässig, sorglos; Soph. El. 946; dem Vergnügen ergeben, Plat. Theaet. 166 a u. öfter; ἄφθονον καὶ ῥᾴθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον, Isocr. 4, 108; καὶ ὀλιγωρός, Pol. 5, 34, 4; ῥᾳθυμότατος, Luc. imagg. 4; Plut. u. A.; – adv., ῥᾳθύμως φέρειν τι, Plat. Rep. VIII, 549 d, wie Andoc. 4, 24; ὀργὴν ὑποφέρειν, Plat. Legg. IX, 679 a, mit leichtem Sinne, mit Gleichmuth, ῥᾳθύμως ἔχειν περὶ τὴν ἐν ὅπλοις γυμνασίαν, Pol. 4, 7, 6, saumselig darin sein, die Uebung nicht treiben; ῥᾳθ. καὶ τεθαῤῥηκότως διάγειν u. ä., 2, 5, 6. 14, 2, 8; ῥᾳθυμότερον χρήσασθαι ταῖς φυλακαῖς, 1, 19, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 nonchalant, insouciant;
2 en parl. de choses facile, aisé, sans difficulté.
Étymologie: ῥᾴδιος, θυμός.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾴθῡμος:
1 беспечный, беззаботный, нерадивый, равнодушный (ἀνήρ Eur.);
2 беззаботный, безопасный, легкий (βίος Isocr.): τὰ ῥᾳθυμότατα αἱρεῖσθαι Plat. выбирать самое безопасное (легкое).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾴθῡμος: -ον, (ῥᾴδιον, ῥᾷον) ἀμέριμνος, ἄφροντις, ὦ ῥᾳθυμότατε Πλάτ. Θεαίτ. 166Α. 2) ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἄνθρωπος ἀδιάφορος, ὀκνηρός, νωθρός, Λατ. socors, Σοφ. Ἠλ. 958, Ἰσοκρ. 195D· οὐδεὶς γὰρ ὢν ῥ. εὐκλεὴς ἀνὴρ Εὐρ. Ἀποσπ. 239. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, εὔκολος, ἥσυχος, ἀπράγμων, Λατ. securus, βίος Ἰσοκρ. 63Β· ῥᾳθυμοτάτη καταφυγὴ ὁ αὐτ. 230Α· τὰ ῥᾳθυμότατα αἱρεῖσθαι Πλάτων Κρίτων 45D, πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 10, 4. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, Πλάτ. Νόμ. 659Β, κτλ. 2) σχεδὸν ὡς τὸ ῥᾳδίως, εὐχερῶς, μετ’ ἐλαφρότητος, μεθ’ ἡσυχίας, ῥ. φέρειν, ὑποφέρειν Ἀνδοκ. 32. 17, Πλάτ. 549D, Νόμ. 879C· ῥ. ἔχειν Ἰσοκρ. 236C· περί τι Πολύβ. 4. 7, 6· συγκρ. -ότερον, Ἰσοκρ. 127D, 142A· ῥᾳθυμοτέρως διάγειν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14.

Greek Monotonic

ῥᾴθῡμος: [ᾶ], -ον,
I. αυτός που παίρνει τα πράγματα αφρόντιστα, που τα θεωρεί εύκολα, αδιάφορος, οκνηρός, βραδύς, αργοκίνητος, Λατ. socors, σε Σοφ. κ.λπ.
II. λέγεται για πράγματα, εύκολος, ήσυχος, απράγμων, Λατ. securus, σε Ισοκρ., Πλάτ.
III. 1. επίρρ. -μως, σε Πλάτ.
2. επίρρ. επίσης, όπως το ῥᾳδίως, εύκολα, με ησυχία, με ελαφρότητα, στον ίδ.· συγκρ. -ότερον, σε Ισοκρ., -οτέρως, σε Αριστ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥάθυμος, ῥάθυμον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ῥᾴθυμον, Α
ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός
νεοελλ.
αράθυμος
αρχ.
1. επιπόλαιος
2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος
3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, άνετος, εύκολος («ῥάθυμον αὑτοῖς κατεστήσαντο τὸν βίον», Ισοκρ.).
επίρρ...
ραθύμως / ῥαθύμως ΝΜΑ, και ράθυμα Ν
με ραθυμία, με νωθρότητα, νωχελικότητα
αρχ.
1. με απροσεξία, επιπολαιότητα ή αμέλεια
2. με ψυχική ηρεμία, ή και απάθεια («ταῦτα... ῥαθύμως φέρετε», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ / ῥᾴ «εύκολα, χωρίς κόπο» + θυμός «ψυχή» (πρβλ. οξύθυμος). Αμφίβολη θεωρείται η γρφ. του τ. με υπογεγραμμένη, γεγονός που θα προϋπέθετε παρουσία -ι- στο θ. της λ. (πρβλ. καλλίζωνος), βλ. και λ. ῥᾶ].

Frisk Etymology German

ῥᾴθυμος: {rhāíthumos}
See also: s. ῥα̃.
Page 2,639