λιθόστρωτος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, A paved with stones, S.Ant.1204; δρόμος POxy.2138.15 (iii A.D.), PFlor.50.97 (iii A.D.). 2 especially of tessellated work, λ. ἔδαφος Str.17.1.28, Poll.7.121; λ., τό, mosaic or tessellated pavement, IG42(1).110.19 (Epid., iv/iii B.C.), LXX Ca.3.10, Ev.Jo.19.13, CIG2643 (Cyprus, -στρατ-), Roussel Délos: Colonie Athénienne p.422, Arr.Epict.4.7.37 (v.l.), etc.
German (Pape)
[Seite 46] mit Steinen belegt, gepflastert, ausgelegt, übh. von Steinen gebau't; νυμφεῖον, Soph. Ant. 1189; Sp., auch von musivischer Arbeit, vgl. Arr. Epict. 4, 7, 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bâti en pierres;
2 pavé en mosaïque, dallé.
Étymologie: λίθος, στρώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόστρωτος: сложенный из камней (νυμφεῖον Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος μὲ λίθους Σοφ. Ἀντ. 1204. 2) ἰδίως ἐστρωμένος μὲ ποικίλον ψηφοθέτημα, λ. ἔδαφος Πολυδ. Η΄, 121, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Γ΄, 10)· λιθόστρωτον, τό, ἔδαφος ἐστρωμένον διὰ «μωσαϊκοῦ» ἢ ψηφοθετήματος, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 2643, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 7, 37, κτλ.
English (Strong)
from λίθος and a derivative of στρώννυμι; stone-strewed, i.e. a tessellated mosaic on which the Roman tribunal was placed: Pavement.
English (Thayer)
λιθόστρωτον (from λίθος and the verbal adjective στρωτός from στρώννυμι), spread (paved) with stones (νυμφειον, Sophocles Antig. 1204-1205); τό λιθόστρωτον, substantively, a mosaic or tessellated pavement: so of a place near the praetorium or palace at Jerusalem, Γαββαθα); of places in the outer courts of the temple, Josephus, b. j. 6,1, 8,3,2; of an apartment whose pavement consists of tessellated work, Epictetus diss. 4,7, 31, cf. Suetonius, Julius Caesar 46; Pliny, h. n. 36,60 cf. 64.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λιθόστρωτος, -ον)
ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον... είσεβαίνομεν», Σοφ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο
δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι
αρχ.
1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό
2. το ουδ. ως ουσ. έδαφος στρωμένο με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -στρωτός (< στρώννυμι)].
Greek Monotonic
λῐθόστρωτος: -ον, στρωμένος με λίθους, σε Σοφ.· λιθόστρωτον, τό, έδαφος στρωμένο με ψηφίδες, με μωσαϊκό, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
λῐθό-στρωτος, ον
paved with stones, Soph.:— λιθόστρωτον, τό, a tesselated pavement, NTest.
Chinese
原文音譯:liqÒstrwtoj 利拖-士特羅拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:石-鋪設 相當於: (רִצְפָּה / רִצְפָה)
字義溯源:鋪設石頭,鋪路,鑲嵌細石,舖華石處;由(λίθος)*=石)與(στρώννυμι / στρωννύω)*=散佈)組成。當日羅馬政府各地區的法院中,以彩石鋪飾平臺,故名:鋪華石處
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 鋪華石處(1) 約19:13
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό λίθος + στρώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.