στατικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰτικός Medium diacritics: στατικός Low diacritics: στατικός Capitals: ΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: statikós Transliteration B: statikos Transliteration C: statikos Beta Code: statiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἵστημι) A causing to stand, bringing to a stand-still, Arist.Pr. 908a24; ἀρχὴ σ. principle of rest, opp. κινητική, Id.Metaph.1049b8, cf. 1019a35, Top.127b16; ἄρτου γένος σ. κοιλίας Str.17.2.5 (nisi σταλτ- legend.), cf. Philistion ap.Ath.3.115d: hence, astringent, Diph.Siph. ap. Ath.3.80f (Comp.); ἡ -κή an astringent herb, thrift, Armeria canescens, Dsc.Eup.2.87; σ. πόα ib.1.110. 2 περὶ σ. ποιήσεως, composition of στάσιμα (q.v.), title of work by Ptolemaeus, An.Boiss.4.458. II (ἵστημι A. IV) skilled in weighing, Pl.Just. 373c, 373e: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of weighing, Id.Chrm.166b; opp. μετρητική, Id.Phlb.55e. Adv. -κῶς Poll.4.171.

German (Pape)

[Seite 930] 1) stellend, zum Stillstehen bringend, hemmend, Medic.; ἡ στατική, ein adstringirendes Kraut, statice. – 2) wägend; ἡ στατική, die Kunst des Wägens, Plat. Phil. 55 e; ἡ στατικὴ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου σταθμοῦ ἐστι, Charm. 166 b.

Russian (Dvoretsky)

στᾰτικός:
1 способный останавливать, останавливающий (ἀρχὴ κινητικὴ ἢ στατική Arst.);
2 умеющий взвешивать, определяющий вес Plat.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰτικός: -ή, -όν, (ἵστημι) ὁ φέρων στάσιν, ἀναγκάζων τινὰ νὰ σταθῇ ἀκίνητο, Ἀριστ. Προβλ. 13. 5· ἄρτου γένος στ. κοιλίας Στράβ. 824· ὅθεν, στυπτικός, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 80F· ἡ στατική, στυπτική τις βοτάνη, statice, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 82. ΙΙ. (ἵστημι Α. IV) ἔμπειρος εἰς ζύγισιν, Πλάτ. Περὶ Δικ. 373C, E· - ἡ στατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ζυγίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 166Β· ἀντίθετ. τῷ μετρητική, ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55Ε· ἀρχὴ στ., ἀντίθετ. τῷ κινητική, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 1, πρβλ. 4. 2, 5, Τοπ. 4.6, 6. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 171.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στατικός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή
2. το θηλ. ως ουσ. η στατική
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια πλουμβαγινίδες και περιλαμβάνει περισσότερα από 120 είδη πολυετών ποωδών φυτών, που απαντούν σε παραθαλάσσιες εκτάσεις τών εύκρατων περιοχών
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ακινησία
2. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισορροπία δυνάμεων, σε αντιδιαστολή προς τον κινητικό
3. (κοινων.-φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κοινωνικά φαινόμενα θεωρούμενα σε στάση, σε ακινησία, σε αντιδιαστολή προς τον δυναμικόστατική μελέτη τών ηθικών αξιών»)
4. το θηλ. ως ουσ. φυσ. κλάδος της μηχανικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών δυνάμεων που ασκούνται σε σώματα που βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας υπό συνθήκες ισορροπίας και είναι σημαντικός για τον σχεδιασμό κτηρίων, γεφυρών, φραγμάτων, γερανών και άλλων συναφών μηχανικών διατάξεων
5. φρ. α) «στατικό φαινόμενο»
φυσ. χαρακτηρισμός φυσικού φαινομένου το οποίο δεν παρουσιάζει χρονικά καμία εξέλιξη
β) «στατική αίσθηση» ή «στατικό αίσθημα»
ιατρ. η αίσθηση του χώρου
γ) «στατική γραφή»
(μηχανολ.) η γραφοστατική
δ) «στατική οικονομία» — η οικονομία στην οποία τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα
ε) «στατική οικονομική ανάλυση» — η ανάλυση βάσει της οποίας προσδιορίζονται τα διάφορα οικονομικά μεγέθη χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν ο παράγοντας χρόνος
στ) «στατική τών ρευστών»
(μηχανολ.) κλάδος της μηχανικής τών ρευστών που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας τών ρευστών
ζ) «χημική στατική»
χημ. η μελέτη τών συνθηκών ισορροπίας τών χημικών αντιδράσεων
η) «στατικός ηλεκτρισμός»
φυσ. i) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ιδιοτήτων τών ηλεκτρικών φορτίων, όταν αυτά βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας, αλλ. ηλεκτροστατική
ii) όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών ακίνητων ηλεκτρικών φορτίων που αναπτύσσονται σε ένα σώμα
θ) «στατική ατμόσφαιρας» — η εξέταξη τών συνθηκών ισορροπίας της ατμόσφαιρας από άποψη μηχανική και θερμοδυναμική
ι) «εφαρμοσμένη στατική» — κλάδος της εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει την ισορροπία τών φυσικών σωμάτων
ια) «στατική συγκριτική» — μέθοδος οικονομικής ανάλυσης, σύμφωνα με την οποία η πορεία τών οικονομικών φαινομένων που βρίσκονται σε εξέλιξη περιγράφεται με αλληλοδιάδοχα στατικά πρότυπα
ιβ) «στατικό κόστος» — το κόστος που υπολογίζεται σε ορισμένη χρονική στιγμή
ιγ) «στατικός ισολογισμός» — ο ισολογισμός που αποτελεί το όργανο καθορισμού της περιουσιακής θέσης της επιχείρησης, παρουσιάζοντας σε κάθε κλείσιμο τη μεταβολή τών περιουσιακών στοιχείων της οικονομικής μονάδας
αρχ.
1. (για ουσίες) στυπτικός («κακοχυλότερα δὲ εἶναι τὰ ὀξέα και στατικώτερα», Αθήν.)
2. έμπειρος στο ζύγισμα
3. το θηλ. ως ουσ.στατική
η τέχνη της ζύγισης
4. φρ. α) «ἀρχὴ στατική» — η θεωρητική άποψη, η βάση για την έννοια της στάσης
β) «στατική ποίησις» — ποίηση στασίμων τραγωδίας.
επίρρ...
στατικώς / στατικῶς ΝΑ, και στατικά Ν
με στατικό τρόπο
αρχ.
με πείρα ως προς τη ζύγιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στατός. Η λ. με τις νεοελλ. σημ. της είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. statique)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στατικός -ή -όν [στατός] tot stilstand brengend, alleen geneesk. constiperend. van het wegen, subst. ἡ στατική ( sc. τέχνη) de kunst van het wegen. ervaren in het wegen.