λογιστικός
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ή, όν, A skilled or practised in calculating, Pl.Tht.145a, X.Mem.1.1.7; οἱ φύσει λ. Pl.R.526b; of a mathematician, AP11.267: Subst. ἡ -κή (with or without τέχνη), practical arithmetic, the art of arithmetic, opp. ἀριθμητική (the science of number), Pl.Grg. 450d, 451b, R.525a, al.; so τὸ -κόν Id.Chrm.174b; ἡ λ., opp. γεωμετρία, Archyt.4. II endued with reason, rational, ζῷα Arist. de An. 434a7; (τὸ) λ. [μόριον τῆς ψυχῆς] ib.432a25; λ. ὄρεξις, opp. ἄλογος, Id.Rh.1369a2; τὸ λ. (sc. τῆς ψυχῆς) the reasoning faculty, Pl.R.439d, cf. Arist.Top.128b38; = τὸ βουλευτικόν, Id.EN1139a12. 2 using one's reason, reasonable, X.HG5.2.28, Men.Epit.541. III -κόν, τό, expenses of the λογιστεία, Inscr.Délos395.13, 399 A96 (ii B. C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le calcul ; ἡ λογιστική (τέχνη) la science pratique du calcul ; ὁ λογιστικός XÉN habile calculateur;
2 qui concerne le raisonnement ; particul. qui raisonne bien, raisonnable, sensé.
Étymologie: λογίζομαι.
German (Pape)
zum Rechnen, Berechnen gehörig, geschickt; ἡ λογιστική, die Rechenkunst, neben ἀστρονομική, Plat. Theaet. 145a; als die gemeine, praktische Rechenkunst von der ἀριθμητική, der theoretischen Zahlenkunde, unterschieden, Gorg. 451b, vgl. Rep. VII.525a; ὁ λογ., der sich aufs Rechnen versteht, Xen. Mem. 1.1.7; der Mathematiker, Ep.adesp. 91 (XI.267); – τὸ λογιστικόν, das Denkvermögen, die Vernunft, Plat. Rep. IV.440f; Arist. eth. 6.1 und bes. Plut. oft; ἡ λ. ὄρεξις, vernünftiges Begehren, Arist. rhet. 1.10; ὁ λ., im Denken geübt, denkend, Xen. Hell. 5.2.28; λογιστικώτατος, Poll. 4.163.
Russian (Dvoretsky)
λογιστικός:
1 счетный Plat., Xen.;
2 сильный в искусстве счета (ἄνθρωπος Xen.);
3 одаренный разумом, разумный (ζῷον, τὸ μέρος τῆς ψυχῆς Arst.);
4 правильно рассуждающий, (благо)разумный, рассудительный (οὐ λ. οὐδὲ φρόνιμος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
λογιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος ἢ ἔμπειρος περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, λογικός, ἔλλογος, ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. μέρος τῆς ψυχῆς αὐτόθι 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. ὄρεξις, ἀντίθετ. τῷ ἄλογος, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ δύναμις τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λογιστικός, -ή, -όν) λογιστός
ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική
επιστημονικός κλάδος και τεχνική της τήρησης λογιστικών βιβλίων, της κατάστρωσης πιστωτικοχρεωστικών ή άλλης φύσης λογαριασμών, της καταγραφής τών οικονομικών πράξεων τών επιχειρήσεων, με σκοπό την παρακολούθηση της οικονομικής κατάστασης και της πορείας τών εργασιών τους και τον έλεγχο της εφαρμογής του προϋπολογισμού και του προγράμματος δράσης τους
μσν.-αρχ.
(το θηλ. ή ουδ. ως ουσ.) ἡ λογιστική ή τὸ λογιστικὸν
η πρακτική αριθμητική, οι λογαριασμοί («αριθμητικὴ καὶ λογιστικὴ καὶ γεωμετρία», Πλάτ.)
αρχ.
1. ο προικισμένος με λογικό, λογικός, έλλογος («λογιστικὰ ζῷα», Αριστοτ.)
2. αυτός που έχει ασκηθεί στο να σκέφτεται σωστά, που χρησιμοποιεί το λογικό του, λογικός («οὐ μέντοι λογιστικός γε οὐδέ πάνυ φρόνιμος ἐδόκει εἶναι», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. οι δαπάνες της λογιστείας.
επίρρ...
λογιστικώς και -ά (AM λογιστικῶς)
νεοελλ.
με υπολογισμούς, με λογιστικό τρόπο
μσν.-αρχ.
μόνο με λογισμό και όχι με πράξεις.
Greek Monotonic
λογιστικός: -ή, -όν·
I. επιτήδειος ή έμπειρος, ικανός στους υπολογισμούς, σε Ξεν., Πλάτ.· ἡ λογιστική (ενν. τέχνη), πρακτική αριθμητική, σε Πλάτ.
II. 1. προικισμένος με λογική, έλλογος, σε Αριστ.· τὸ λογιστικόν, η δύναμη του συλλογίζεσθαι, σε Πλάτ.
2. αυτός που χρησιμοποιεί το λογικό του, λογικός, σε Ξεν.
Middle Liddell
λογιστικός, ή, όν [from λογιστής
I. skilled or practised in calculating, Xen., Plat.:— ἡ λογιστική (sc. τέχνἠ, arithmetic, Plat.
II. endued with reason, rational, Arist.:— τὸ λ. the reasoning faculty, Plat.
2. using one's reason, reasonable, Xen.