μέλλησις

From LSJ
Revision as of 14:00, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4, $5, $6;")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλησις Medium diacritics: μέλλησις Low diacritics: μέλλησις Capitals: ΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: méllēsis Transliteration B: mellēsis Transliteration C: mellisis Beta Code: me/llhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A being about to do, threatening to do, Th.1.69, 4.126, al.; opp. ὁρμή, Arist.Rh.1393a4. II unfulfilled thought or intention, delay, Th.5.116, Pl.Lg.723d; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Th.5.66; μελλήσει οὐδεμιᾷ Procop.Pers.1.25. 2 c. gen. rei, putting off, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν Th. 3.12.

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, das Zögern, Zaudern; Thuc. 1, 69; καὶ ὄκνος, 7, 49; auch die Erwartung, 4, 126; μηκέτι διατριβὴν πλείω τῆς μελλήσεως ποιώμεθα, Plat. Legg. IV, 723 d; Folgde; – διὰ βραχείας μελλήσεως, nach kurzer Zwischenzeit, Thuc. 5, 66.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 attente;
2 action de temporiser, d'attendre pour faire qch, attente, remise, retard;
3 pensée ou résolution qui n'aboutit pas.
Étymologie: μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

μέλλησις: εως ἡ
1 медлительность, затягивание (τῆς ἐπιχειρήσεως Plut.): οὐ τῇ δυνάμει, ἀλλὰ τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Thuc. обороняясь не силой, а затягиванием (войны);
2 задержка, отсрочка, промедление: διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν Thuc. так как они (т. е. афиняне) отложили мысль о том, чтобы расправиться с нами;
3 приготовление (к чему-л.), готовность: τὸ ἀνδρεῖον μελλήσει ἐπικομπεῖν Thuc. похваляться храбростью, показывая свою готовность (к нападению);
4 намерение: τὴν μέλλησιν ἔχειν Thuc. (только) намереваться, не идти дальше намерения.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλησις: ἡ, (μέλλω) βραδύτης, ἀδράνεια, χρονοτριβή, ἀναβολή, τῇ μελλήσει ἀμυνόμενοι Θουκ. 1. 69., 4. 126, κ. ἀλλ. II. σκέψις μὴ ἐκτελουμένη, σκοπὸς μὴ ἐκπληρούμενος, ἀργοπορία, βραδύτης, ὁ αὐτ. ἐν 5. 116, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 723D. διὰ βραχείας μελλήσεως, ἐντὸς βραχέος χρόνου, Θουκ. 5. 66. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀναβολή, χρονοτριβὴ περὶ τὴν ἐκτέλεσίν τινος, διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν ὁ αὐτ. ἐν. 3. 12. - Πρβλ. ἐπιμέλλησις.

Greek Monolingual

μέλλησις, ἡ (Α) μέλλω
1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός
2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῖοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ' αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.)
3. χρονοτριβή στην επιτέλεση ενός έργου, αδράνεια («διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν», Θουκ.).

Greek Monotonic

μέλλησις: ἡ (μέλλω
I. αυτό που καθυστερεί να επέλθει, το επαπειλούμενο (με εχθρική έννοια), σε Θουκ.
II. 1. πρόθεση να γίνει κάτι, που όμως δεν υλοποιήθηκε, αναβολή, καθυστέρηση, στον ίδ.· διὰ βραχείας μελλήσεως, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στον ίδ.
2. με γεν. πράγμ., αναβολή, καθυστέρηση στην εκτέλεση κάποιας πράξης, σε Θουκ.

Middle Liddell

μέλλησις, ιος, ἡ, μέλλω
I. a being about to do, threatening to do, Thuc.
II. an intention not carried into effect, delay, Thuc.; διὰ βραχείας μελλήσεως at short notice, Thuc.
2. c. gen. rei, a putting off, a delaying to execute, Thuc.

English (Woodhouse)

delay

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καθυστέρηση, ἀναβολή). Ἀπό τό μέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.