ὕπερθεν
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
also ὕπερθε Il.5.503, Od.14.476, (ὕπερθ') A.Th.228 (lyr.), PHib. (v. infr.); Aeol. ὕπερθα A.D.Adv.193.13: Adv.: (ὑπέρ):—
A from above or (more freq.) merely above, τάφρος καὶ τεῖχος ὕπερθεν Il.12.4, etc.: of the body, above, in the upper parts, ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλήν 2.218; ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθεν 13.75, cf. 5.122; τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθεν πατρός Pi.P.2.48: rare in Prose, X.An.1.4.4, Mem.1.4.11, Sor. 1.18; τὸ ὕπερθεν [τῆς γῆς] Arist.Mu.391b14; Ὀξυρύγχων πόλις ἡ ὕπερθε Μέμφεως PHib.1.95.5 (iii B. C.).
2 from heaven above, Od.24.344, h.Cer.13; i. e. from the gods, Il.7.101.
3 of Degree, τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ' ὕπερθεν sometimes yet more, S.OC1745 (lyr.).
II c. gen., above, over, Pi.P.4.192, Simon.37.9, A.Ag.232 (lyr.), etc.; ὕπερθεν μόχθων ἐγένεθ' got the better of... E.Ba.904 (lyr.); also ὕπερθεν ἢ . . above or beyond, i. e. worse than... Id.Med.650 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 d'en haut, càd du ciel, des dieux;
2 en haut, au-dessus ; fig. plus ; avec un gén. : au-dessus de : ὕπερθεν εἶναι ἤ EUR être au-dessus de, en mauv. part pire que.
Étymologie: ὑπέρ, -θεν.
German (Pape)
ὕπερθε und ὕπερθεν, adv., von oben her, oberhalb; Hom.; von den Göttern od. vom Himmel her, ὕπερθεν νίκης πείρατ' ἔχονται ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν, Il. 7.101, Od. 24.344; H.h. Cer. 13; gew. von den obern Gliedern, αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλήν, Il. 2.218; γυῖαδ' ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν, 5.122 und öfter; Ἀχαιοὶ λευκοὶ ὕπερθε γένοντο κονισάλῳ, 5.503; τάφρος καὶ τεῖχος ὕπερθεν εὐρύ, 12.4; οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν, 15.36; τὰ ὕπερθε πατρός, Pind. P. 2.48; ἐμβόλου ὕπερθεν, 4.192; ὕπερθεν εἶναι ἤ …, darüber sein, vorzüglicher sein, als, Eur. Med. 650; τὰ ὕπερθεν, Xen. Mem. 1.4.11; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν, Aesch. Spt. 210; βωμοῦ, Ag. 224; τοτὲ πέρα, τοτὲ δ' ὕπερθεν, Soph. O.C. 1742; ὃς ὕπερθε μόχθων ἐγίνετο Eur. Bacch. 902, und öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπερθεν: καὶ χάριν τοῦ μέτρου ὕπερθε (ὕπερθ’ Ἰλ. Ε. 503. Αἰσχύλ. Θήβ. 228)· Αἰολ. ὕπερθα, Ἀπολλών. περὶ Ἐπιρρ. 606· Ἐπίρρ.· (ὑπέρ)· - ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω, ἢ (συχνότερον) ἁπλῶς ὑπεράνω, τάφρος καὶ τεῖχος ὑπ. Ἰλ. Μ. 4, κλπ· ἐπὶ τοῦ σώματος, ἄνω, κατὰ τὰ ἄνω μέρη, ὕπ. φοξὸς ἔην κεφαλὴν Β. 218, πρβλ. Ε. 122· ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπ. Ν. 75 τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ’ ὕπ. πατρὸς Πινδ. Π. 2. 88· - σπάνιον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 4, 4, Ἀπομν. 1. 4, 11· τὸ ὕπ. [τῆς γῆς] Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 2. 2) ἄνωθεν, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ἐκ τῶν θεῶν, Ἰλ. Η. 101, Ὀδ. Ω. 344, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 13. 3) ἐπὶ βαθμοῦ, τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ’ ὕπερθεν, χείρονα τῶν ἀπόρων, Σοφ. Ο. Κ. 1745. ΙΙ. μετὰ γεν., πλέον, ὑπεράνω, Πινδ. Π. 4. 342, Αἰσχύλ. Ἀγ. 232, κλπ.· ὕπ. γίγνομαί τινος, γίνομαι ἀνώτερός τινος, νικῶ τινα, Εὐρ. Βάκχ. 904· οὕτω καί, μόχθων δ’ οὐκ ἄλλος ὕπερθεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι, δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀνώτερος (δηλ. χείρων) μόχθος κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 650.
Greek Monotonic
ὕπερθεν: και χάριν μέτρου -θε (ὑπέρ),
I. 1. εκ των άνω ή απλά υπεράνω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το σώμα, άνω, στα άνω μέλη, αντίθ. προς το ἔνερθε, στο ίδ.
2. από τον ουρανό, δηλ. από τους θεούς, σε Όμηρ.
3. λέγεται για βαθμό, ακόμη περισσότερο, σε Σοφ.
II. με γεν., υπεράνω, πλέον, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὕπερθεν γίγνεσθαί τινος, νικώ, υπερισχύω κάποιου, σε Ευρ.· επίσης, ὕπερθεν εἶναιἤ..., είμαι ανώτερος ή καθ' υπέρβαση, δηλ. χειρότερος από..., στον ίδ.
Middle Liddell
ὕπερθε metri grat.] ὑπέρ
I. from above or merely above, Il.: of the body, above, in the upper parts, opp. to ἔνερθε, Il.
2. from heaven above, i. e. from the gods, Hom.
3. of Degree, yet more, Soph.
II. c. gen. above, over, Pind., Aesch., etc.; ὕπ. γίγνεσθαί τινος to get the better of one, Eur.; also, ὕπερθεν εἶναι ἢ . ., to be above or beyond, i. e. worse than . ., Eur.