πλωτήρ
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πλώω)
A sailor, seaman, Archyt. ap. Stob.3.1.112, Ar.Ec.1087, Pl.R. 489a; including rowers, navigators, and passengers, Arist.Pol.1276 b20, 1279a4, Plot.4.3.21; epithet of the Dioscuri, IG42(1).511 (Epid., ii A. D.).
2 swimmer, Nonn.D.1.65, al., Musae.2; of fishes, Opp. H.2.196.
II as adjective, floating, λόφος Nonn.D.23.107.
German (Pape)
[Seite 639] ῆρος, ὁ, = πλώτης; Ar. Eccl. 1087, Plat. Rep. VI, 489 a u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
navigateur.
Étymologie: πλώω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλωτήρ -ῆρος, ὁ [πλώω] zeeman.
Russian (Dvoretsky)
πλωτήρ: ῆρος ὁ мореплаватель, мореход Arph., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πλωτήρ: -ῆρος, ὁ, (πλώω) ναύτης, θαλασσοπόρος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. Πολ. 489Α· περιλαμβάνει δὲ τὸ ὄνομα τούς τε ἐρέτας καὶ τοὺς ἄλλους ναύτας, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 2, πρβλ. 3. 6, 7. 2) κολυμβητής, Μουσαῖος 2.
Greek Monotonic
πλωτήρ: -ῆρος, ὁ (πλώω), ναύτης, θαλασσοπόρος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ.
Middle Liddell
πλωτήρ, ῆρος, ὁ, πλώω
a sailor, seaman, Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist.