αὖλαξ

From LSJ
Revision as of 15:33, 27 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὖλαξ Medium diacritics: αὖλαξ Low diacritics: αύλαξ Capitals: ΑΥΛΑΞ
Transliteration A: aûlax Transliteration B: aulax Transliteration C: aylaks Beta Code: au)=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ (also ὁ, AP9.274 (Phil.), Aret.SD2.13), also ἄλοξ, οκος (q.v.); ὦλξ, found only in acc. ὦλκα, ὦλκας; Dor. ὦλαξ EM 625.38:—
A furrow made in ploughing, [βόε] ἱεμένω κατὰ ὦλκα hastening along the furrow, Il.13.707; κατὰ ὦλκας A.R.3.1054; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od.18.375; [βόε] ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Hes.Op. 439; ἰθεῖάν κ' αὔλακ' ἐλαύνοι ib.443; ὀρθὰς αὔλακας… ἤλαυνε Pi.P.4.227; ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὖλακας Hdt.2.14; αἰθέρος αὔλακα τέμνων Ar.Av.1400 (lyr.); ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν A.Ag.1015; βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Id.Th.593; ἐν ἄλοκι Ar.Av.234 (lyr.).
b furrow's breadth, Thphr.HP8.8.7, CP4.12.1.
2 metaph., wife, σπείρειν τέκνων ἄλοκα E.Ph.18; αἱ πατρῷαι ἄλοκες thy father's wife, S.OT1211.
3 metaph., furrow in the skin, gash, wound, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); δορὸς ἄλοκα E.HF164; of the line drawn by the stile in writing, ποίαν αὔλακα; Ar.Th.782 (anap.), cf. AP 6.68 (Jul. Aegypt.).
4 swathe, Theoc.10.6.
5 αὖλαξ ὑδροφόρος = aqueduct, IG14.453 (Catana).
b αὔλακας· κοίλους τόπους, Hsch.— Chiefly poet., never in good Att. Prose; Hom. only in acc. ὦλκα; αὖλαξ only is used by Pi. and Hdt., ἄλοξ only by Trag.; both αὖλαξ and ἄλοξ by Ar. (Cf. Lac. εὐλάκα 'plough', Lith. velkù, Slav. vlèką 'pull'.)

Spanish (DGE)

-ακος, ἡ
• Alolema(s): ἄλοξ A.Th.593, S.OT 1211, E.Ph.18, Emp.B 100.3, Ar.Th.593; dór. ὦλαξ EM 625.38G.
• Morfología: [tb. masc. ὁ; ac. sg. ὦλκα Il.13.707, Od.18.375, plu. ὦλκας A.R.3.1054]
I 1surco (βόε) ἱεμένω κατὰ ὦλκα Il.l.c., εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Od.l.c., ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Hes.Op.439, ἰθεῖα αὖ. Hes.Op.443, ὀρθὰς δ' αὔλακας ... ἤλαυνε Pi.P.4.227, ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας Hdt.2.14, (ὄρνιθες) ἐν ἄλοκι Ar.Au.234, κατὰ ὤλκας A.R.l.c., πεδία ἐν αὔλακι llanuras bien roturadas Longus 4.13.4, αὖ. εὔκαρπος Nonn.D.42.287, αὔλακι καρπὸν ὀπάσσας Nonn.D.39.147, cf. Sch.Ar.V.850, Thphr.HP 8.8.7, Call.Fr.22, Theoc.10.6, Lyc.268, 1071, A.R.3.1347, Plu.Rom.11, 2.701d, LXX Ps.64.11, OStras.713.3, 749.8 (II d.C.), D.P.1042, AP 9.274 (Phil.), Hld.1.29.2, Pamprepius 3.141, Hsch., Eust.1236.50, EM l.c.
fig. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος A.Th.593, αἰθέρος αὔλακα τέμνων Ar.Au.1400, ἄλοκα Νηρεΐας πλακὸς τέμνοντες Lyr.Adesp.21.16, ἀδικίας αὖλαξ LXX Si.7.3, φωνῆς αὖ. Nonn.Par.Eu.Io.4.38, cf. Tim.15.32.
2 rasguño, herida ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25, δορός E.HF 164, τραύματος E.Rh.796
raya producida por el estilo al escribir, Ar.Th.782, AP 6.68, Basil.M.32.1077B, Hsch.
II fig.
1 por extensión cosecha ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν A.A.1016, μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα E.Ph.18.
2 campo o seno materno αἱ πατρῷαι ἄλοκες el campo materno cultivado por tu padre S.OT 1211, σπέρμα ... τῶν τῆς μήτρας ἀποστερούμενον αὐλάκων Clem.Al.Paed.2.10.92, cf. Meth.Symp.2.1.
III anat. poro o boca de un conducto o vena πυκιναῖς τέτρηνται ἄλοξιν ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα los últimos extremos de la piel están atravesados por abundantes poros o bocas de parte a parte Emp.l.c., τῶν ἀκοῶν Thdt.Affect.1.8.
IV acequia ὑδροφόρος IG 14.453.4 (Catina)
surco hecho por el agua, torrentera τοῦτο (τὸ ὕδωρ) ... πολλὰς ἐποίησεν αὔλακας Thdt.M.80.1461B, cf. Hsch.
• Etimología: De una raíz *H°H3l- en grado cero y c. doble vocalización. C. vocal de apoyo entre ambas laringales resulta ἄλωξ. La var. ὦλαξ procede del grado pleno *HeH3-. La forma εὔλακα puede proceder de Ϝέλακα, como εὖρος de Ϝέρος. Todo ello puede estar a su vez rel. la raíz de ἕλκω, ὄλκος, q.uu.

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ, qqf ὁ)
sillon.
Étymologie: p. *ἄϜλαξ, de ἀ prosth, et R. Ϝελκ tirer, v. ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

αὖλαξ: ᾰκος ἡ (Anth. ὁ)
1 борозда Hes., Pind., Her., Arph., Theocr., Plut.;
2 черточка Arph., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

αὖλαξ: -ᾰκος, ἡ, (ὡσαύτως ὁ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Ἀνθ. Π. 9. 274)· προσέτι ἄλοξ, οκος, τὸ δὲ ὦλξ εὕρηται μόνον κατ’ αἰτ. ὦλκα, ὦλκας· Δωρ. ὦλαξ Ἐτυμ. Μ. 625. 38)·- τὸ κατὰ τὴν ἄροσιν σχηματιζόμενον «αὐλάκι». Λατ. sulcus, [βόε] ἱεμένω κατὰ ὦλκα, σπεύδοντας κατὰ μῆκος τῆς αὔλακος, Ἰλ. Ν. 707· (οὕτω, κατὰ ὦλκας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ.1054)· τῷ κέ μ’ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· [βόε] ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 437· ἰθεῖαν... αὔλακ’ ἐλαύνειν αὐτόθι 441· ὀρθάς... αὔλακας ἤλαυνε Πινδ. Π. 4. 405· ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας Ἡρόδ. 2, 14· αἰθέρας αὔλακα τέμνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1400· ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾱν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1016. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος (ἴδε καρπόω) ὁ αὐτ. Θήβ. 593· ἐν ἄλοκι Ἀριστ. Ὄρν.234. 2) μεταφ. ἐπὶ γυναικὸς ὡς φερούσης τέκνα, σπείρειν τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18· πατρῷαι ἄλοκες, τοῦ πατρός σου ἡ σύζυγος, Σοφ. Ο. Τ. 1210. 3) μεταφ. ὡσαύτως αὖλαξ ἐπὶ τοῦ δέρματος, τραῦμα, κόψιμον, «τζαγρούνισμα», ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· δορὸς ἄλοκα Εὐρ.Ἡρ. Μαιν. 164· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἐφ’ ἧς γράφει τις, ποίαν αὔλακα; Ἀριστοφ. Θεσμ. 782, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 68. 4) ὄγμος, ἡ εὐθεῖα γραμμὴ ἥν ἀποτελεῖ ὁ θερίζων, ποῖός τις δειλαῖε τύ γ’ ἐκ μέσω ἄματος ἐσσῇ, ὅς νῦν ἀρχόμενος (ἀρχομένῳ Ahrens) τᾱς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις; «ποταπός ἔσῃ προïούσης τῆς ἡμέρας ὅτε νῦν ῥαθυμεῖς τῆς ἐργασίας ἀρχόμενος… καὶ οὐκ ἀποτέμνεις τῆς αὔλακος οὐδέν;» (Σχόλ.) Θεόκρ. 10. 6. 5) αὖλαξ ὑδροφόρος, ὑδραγωγεῖον, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 594. 4. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἡ λέξις εἶναι ποιητική, οὐδαμοῦ ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὅτι ὁ μόνος παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶν τύπος εἶναι ἡ αἰτ. ὦλκα· ὅτι τὸ αὖλαξ εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. καὶ Ἡροδ., τὸ δὲ ἄλοξ μὸνον παρὰ τραγ. ἀμφότερα δέ, τό τε αὖλαξ καὶ ἄλοξ, παρ’ Ἀριστοφ. (Ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ ὁλκός, Λατ. sulcus, καταφαίνεται ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, δηλ. F ΕΛΚ (πρβλ. ἔλκω), διότι παρ’ Ὁμ. τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ Fῶλκα, καὶ τὸ αὖλαξ εἶναι ἄFλαξ).

Greek Monotonic

αὖλαξ: -ᾰκος, ἡ, επίσης ἄλοξ, -οκος, με Επικ. αιτ. ὦλκα, ὦλκας·
1. αυλάκι που σχηματίζεται κατά το όργωμα, Λατ. sulcus, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὔλακ' ἐλαύνειν, σε Ησίοδ.
2. μεταφ. λέγεται για τη γυναίκα ως φορέα παιδιών, σε Σοφ., Ευρ.
3. μεταφ. επίσης, το αυλάκι πάνω στο δέρμα, χαρακιά, τραύμα, πληγή, ουλή, σε Αισχύλ., Ευρ.
4. = ὄγμος, ζώνη, ταινία, σε Θεόκρ. (Πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το ὁλκός, Λατ. sulcus, από ἕλκω).

Frisk Etymology German

αὖλαξ: {aũlaks}
See also: s. ἄλοξ.
Page 1,186

German (Pape)

[Seite 392] ακος, ἡ, s. ἄλοξ (vgl. ὦλαξ, ὦλξ).

English (Slater)

αὖλαξ
1 furrow ὀρθὰς δ' αὔλᾰκας ἐντανύσαις ἤλαυν sc. Jason (P. 4.227)

Middle Liddell


1. a furrow made in ploughing, Lat. sulcus, Hom., etc.; αὔλακ' ἐλαύνειν to draw a furrow, Hes.
2. metaph. of a wife as the bearer of children, Soph., Eur.
3. metaph. also, a furrow in the skin, a gash, wound, Aesch., Eur.
4. = ὄγμος, a swathe, Theocr. (Prob. from same Root as ὁλκός, Lat. sulcus, from ἕλκω.)

Translations

furrow

Afrikaans: voor; Albanian: hulli, brazdë; Arabic: ثَلْم‎; Egyptian Arabic: حرت‎; Moroccan Arabic: خط‎; Armenian: ակոս; Old Armenian: ակօս; Azerbaijani: şırım, qırış; Bashkir: бураҙна; Belarusian: разора, баразна; Breton: ant; Bulgarian: бразда; Burmese: ထွန်ကြောင်း; Catalan: solc; Chinese Mandarin: 壟溝, 垄沟, 溝, 沟; Crimean Tatar: barazna; Czech: brázda; Danish: fure, plovfure; Dutch: vore, voor; Esperanto: tersulko; Estonian: vagu; Finnish: vako, kyntövako; French: sillon, rigole; Galician: rego, suco; Georgian: კვალი; German: Furche; Greek: αυλάκι; Ancient Greek: αὖλαξ, ἄλοξ, ὦλαξ, ὦλξ; Hebrew: תֶּלֶם‎; Hindi: कुंड; Hungarian: barázda; Ido: sulko; Irish: clais; Italian: solco; Japanese: 溝, 畝; Kashubian: barzda, barzda, brózda; Kazakh: атыз, борозда; Korean: 고랑, 밭고랑; Kyrgyz: бороздо; Lao: ຮ່ອງ, ຮອຍໄຖ, ຄອງ; Latgalian: voga; Latin: sulcus; Latvian: vaga; Lezgi: хвал; Lithuanian: vaga; Livonian: vag; Luxembourgish: Fuer; Macedonian: бразда; Malay: alur; Maori: awa; Middle English: forow; Mongolian: шан; Norwegian: fure, fòr, renne; Occitan: rega; Old Church Slavonic: бразда; Persian: شیار‎; Polabian: bordză; Polish: bruzda; Portuguese: sulco, rego; Quechua: khata, suka; Romanian: brazdă; Romansch: sultg; Russian: борозда, бразда; Scottish Gaelic: clais; Serbo-Croatian Cyrillic: бразда; Roman: brazda; Slovak: brázda; Slovene: brazda; Sorbian Lower Sorbian: brozda; Upper Sorbian: brózda; Spanish: surco; Swedish: fåra, plogfåra; Tabasaran: хул; Tajik: шияр; Thai: ร่อง; Turkish: kırışık, kırışıklık, çizgi; Turkmen: keşlemek; Ugaritic: 𐎚𐎍𐎎; Ukrainian: борозна; Uzbek: egat, joʻyak; Venetian: solẑ; Vietnamese: rãnh, luống; Vilamovian: fiüch; Walloon: roye, royon; Welsh: rhych; West Frisian: fuorge