ἠρεμαῖος
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
α, ον, quiet, gentle, λῦπαι, ἡδοναί, Pl.Lg.734a; γένεσις Id.Plt.307a; πῦρ ἠρεμαῖον a slight fever, Hp.Mul.1.38; σμικρὰ καὶ ἠ., opp. μεγάλα καὶ σφοδρά, Pl.Lg.733c: Comp., πόλιν ἠρεμαιοτέραν ποιεῖν Plu.Sol.31: irreg., ἠρεμέστερος X.Cyr.7.5.63, Thphr.Vent.29. Adv. ἠρεμαίως = ἠρέμα, X. Eq.9.5, Gp.12.14.1: Comp. ἠρεμαίτερον (v.l. ἠρεμαιότερον) Arist.Mete.368a12; ἠρεμεστέρως ἔχειν X.Cyr.3.1.30.
German (Pape)
[Seite 1175] (vgl. ἠρέμα), ruhig; γένεσις Plat. Polit. 306 e, nachher durch ἡσυχαῖος, βραδύς u. ä. erkl., dem σφοδρός, ὀξύς entgeggstzt, wie σμικρὰ καὶ ἠρεμαῖα verbunden ist Legg. V, 733 c; πῦρ, gelindes Fieber, Hippocr.; ἠρεμαιότερον, Arist. Meteor. 2, 8, Bekker ἠρεμαίτερον. – Adv. ἠρεμαίως, z. B. προσάγεσθαι τῷ χαλινῷ, entgeggstzt dem ἐξαπιναίως σπᾶν, Xen. Equ. 9, 5; Sp. S. auch ἠρεμής.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
doux, paisible, tranquille;
Cp. ἠρεμαιότερος.
Étymologie: ἠρέμα.
Russian (Dvoretsky)
ἠρεμαῖος:
1 тихий, спокойный, умеренный (λύπαι, ἡδοναί Plat.; δύναμις Arst.);
2 тихий, мирный (πόλις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠρεμαῖος: -α, -ον, ἐπίθ. τοῦ ἠρέμα, ἥσυχος, ἀτάραχος, λῦπαι, ἡδοναὶ Πλάτ. Νόμ. 773Ε· γένεσις ὁ αὐτ. Πολιτ. 306Ε· πῦρ ἠρ., μικρὸς πυρετός, Ἱππ. 606. 21· ἠρεμαῖα ὡς ἐπίρρ. = ἠρέμα, ἀντίθ. σφόδρα, Πλάτ. Νόμ. 733C· - συγκρ., πόλιν ἠρεμαιοτέραν ποιεῖν Πλούτ. Σόλ. 31· ὡσαύτως ἀνώμαλ. ἠρεμέστερος Ξεν. Κύρ. 7. 5, 63, Θεότρ. π. Ἀνέμ. 29. - Ἐπίρρ. -αίως = ἠρέμα, Ξεν. Ἱππ. 9, 5· συγκρ. -αίτερον (διάφ. γραφ. -αιότερον) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 32· -εστέρως Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30.
Greek Monolingual
ἠρεμαῖος, -αία, -ον (AM)
αυτός που δεν προκαλεί αναταραχή, που αντιμετωπίζεται με ηρεμία και αταραξία («ἠρεμαῖαι λῡπαι, ἡδοναί», Πλάτ.)
αρχ.
1. φρ. «πῡρ ἠρεμαῖον» — χαμηλός πυρετός (Ιπποκρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠρεμαῖα
ήρεμα.
επίρρ...
ἠρεμαίως (AM)
ήσυχα, όχι βίαια, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηρέμα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ηραίος)].
Greek Monotonic
ἠρεμαῖος: -α, -ον, επίθ. του ἠρέμα, ήσυχος, ατάραχος, σε Πλάτ.· ανώμ. συγκρ. ἠρεμέστερος, σε Ξεν.· επίρρ. -αίως = ἠρέμα, στον ίδ.· συγκρ. -εστέρως, στον ίδ.
Middle Liddell
ἠρεμαῖος, η, ον [adj. of ἠρέμα,]
still, quiet, gentle, Plat.:—irreg. comp. ἠρεμέστερος, Xen. adv. -αίως, = ἠρέμα, Xen.; comp. -εστέρως Xen.
English (Woodhouse)
Translations
quiet
Afrikaans: stil; Albanian: i qetë; Arabic: صَامِت, هَادِئ; Egyptian Arabic: هادي; Armenian: հանգիստ, հանդարտ; Asturian: quietu, silenciosu; Azerbaijani: səssiz; Bashkir: шым, тыныс; Belarusian: ці́хі; Bengali: শান্ত, খামোশ; Breton: sioul; Bulgarian: тих; Burmese: ဆိတ်; Catalan: silenciós, tranquil; Chamicuro: chkesi; Cherokee: ᎡᎷᏪᎢ, ᎡᏝᏪᎢ; Chickasaw: chokkíllissa; Chinese Mandarin: 安靜, 安静, 寧靜, 宁静; Czech: tichý; Danish: stille, tyst; Dutch: stil, rustig, vredig, geruisloos, geluidloos; Esperanto: mallaŭta; Estonian: vaikne; Finnish: hiljainen, äänetön; French: calme, silencieux; Friulian: cuiet, cujet; Galician: silencioso, silandeiro, calmo; Georgian: ხმადაბალი, ჩუმი, წყნარი; German: still, ruhig, leise; Greek: ήρεμος, σιγανός, σιωπηλός; Ancient Greek: ἤρεμος, ἥσυχος, ἅσυχος, ἡσυχαῖος, ἡσύχιος, γαληνός, ἠρεμαῖος, ἀτρεμής, σιγηλός, σιωπηλός; Hebrew: שֶׁקֶט; Hindi: ख़ामोश; Hungarian: csendes, halk; Icelandic: hljóður; Ido: quieta; Interlingua: quiete; Irish: ciúin; Italian: quieto, silenzioso; Japanese: 静かな; Kazakh: тыныш; Khmer: ស្ងាត់; Korean: 조용하다; Kurdish Central Kurdish: ھێمن, وسکت; Kyrgyz: тынч; Laboya: kawannara, karadda, kaʼdanna; Lao: ງຽບ, ຈ້ອຽ; Latin: tacitus, silens; Latvian: kluss; Lithuanian: tylus; Luxembourgish: roueg, stëll, lues; Macedonian: тивок, тих; Malay: diam, senyap; Jawi: ديام, سڽڤ; Maori: māika, hū; Marathi: शांत; Mongolian: тайван, тогтуун; Northern Sami: jaskat; Norwegian Bokmål: stille; Nynorsk: stille; Occitan: silenciós; Ottoman Turkish: صوص; Persian: خاموش, آرام, کم صدا; Plautdietsch: stell; Polish: cichy; Portuguese: quieto, silencioso; Punjabi: ਚੁੱਪ-ਚਾਪ; Romanian: încet, liniștit, silențios; Russian: тихий; Scottish Gaelic: sèimh, sàmhach, socair, ciùin; Serbo-Croatian Cyrillic: ти̏х; Roman: tȉh; Sicilian: cuetu, quetu; Sinhalese: නිශ්ශබ්ද; Slovak: tichý; Slovene: tih; Sorbian Lower Sorbian: śichy; Spanish: quieto, silencioso, tranquilo, calmo, pacífico, silente, callado; Swedish: tyst, stilla; Tajik: паст; Telugu: నిశ్శబ్దం; Thai: เงียบ, นิ่ง, สงบ; Turkish: sessiz; Turkmen: ýuwaş, sessiz; Ukrainian: тихий; Urdu: خاموش; Uzbek: tinch; Venetian: chieto, chiet, cet, poxado, cucio; Vietnamese: yên tĩnh, im lặng; Volapük: stilik; Walloon: påjhire, påjhûle; Yiddish: שטיל, רויִק