ἐγκεράννυμι

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκεράννῡμι Medium diacritics: ἐγκεράννυμι Low diacritics: εγκεράννυμι Capitals: ΕΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: enkeránnymi Transliteration B: enkerannymi Transliteration C: egkerannymi Beta Code: e)gkera/nnumi

English (LSJ)

or ἐγκεραννύω, A mix, esp. wine, οἶνόν τ' ἐγκεράσασα πιεῖν Il.8.189; τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Eub.94.1 (cf. ἐγκίρνημι) ; ἐ. τι εἰς ὄνομα Pl.Cra.427c:—Med., mix for oneself: metaph., concoct, πρήγματα μεγάλα Hdt.5.124; ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Pl.Plt.268d, cf. Luc.Am.19. II Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar.45.

Spanish (DGE)

mezclar ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' αὐτοῦ φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.

German (Pape)

[Seite 707] (s. κεράννυμι), einmischen, in Etwas mischen; οἶνον Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ ὄνομα ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνεκέρασα;
Pass. ao. ἐνεκράθην, pf. ἐγκέκραμαι;
mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l'un avec l'autre, confondre ensemble ; Pass. être mêlé ou mélangé;
Moy. ἐγκεράννυμαι se mêler à ; abs. mettre en mouvement : πρήγματα μεγάλα HDT machiner de grandes affaires.
Étymologie: ἐν, κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκεράννῡμι: (fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.
1 (в чем-л.) размешивать (οἶνον Hom.);
2 смешивать, примешивать, добавлять (τί τινι или τι εἴς τι, med. τι Plat.; στοιχεῖα ἐγκεκραμένα ἀλλήλοις Arst.; χρῶμα ἐγκεκραμένον Plut.);
3 med. устраивать, вызывать: ἐγκερασάμενος πρήγματα μεγάλα Her. подняв большую смуту.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκεράννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. ἐγκίρνημι)· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., παρασκευάζω, πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.

Greek Monolingual

ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α)
1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό
2. ανακατώνω
3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω.

Greek Monotonic

ἐγκεράννῡμι: ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], αναμειγνύω, ιδίως λέγεται για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι· μεταφ., εφευρίσκω, φτιάχνω, παρασκευάζω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

or -ύω fut. -κεράσω
to mix in, mix, esp. wine, Il.:—Mid. to mix for oneself: metaph. to concoct, Hdt.

Translations

mix

Arabic: خَلَطَ‎, مَزَجَ‎; Egyptian Arabic: خلط‎; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝, 撈; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναλαμβάνω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە‎; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German German Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن‎; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Spanish: mezclar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا‎; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן‎