ἀπαγόρευσις
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
εως, ἡ, A prohibition, ἐπίρρημα ἀπαγορεύσεως D.T.642.5, cf. A.D.Synt.246.4,al. II failure of strength, exhaustion, weariness, Luc.Anach.37, Plu.Ant.45.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1prohibición ἡ μὲν γὰρ ἀ. περὶ ἁμαρτημάτων γίνεται Chrysipp.Stoic.3.139, cf. Ph.2.201, PMasp.353ue.A4.24.
2 gram. negación del adv., D.T.642.5, cf. A.D.Synt.246.4.
II decaimiento οἱ ... Πάρθοι τὴν εἰς γόνυ κλίσιν τῶν Ῥωμαίων ἀπαγόρευσιν ἡγούμενοι ... εἶναι Plu.Ant.45, τὰ ὄρνεα διαπυκτεύοντα μέχρι τῆς ἐσχάτης ἀ. Luc.Anach.37.
German (Pape)
[Seite 273] ἡ, 1) das Verbieten, Sp. – 2) die Ermüdung, Erschöpfung, Plut. Ant. 45; Luc. Gymn. 37.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 interdiction;
2 fatigue, défaillance.
Étymologie: ἀπαγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰγόρευσις: εως ἡ
1 запрещение Quint.;
2 грам. частица, выражающая запрещение (т. е. μή);
3 изнеможение, усталость Plut., Luc.
Greek Monolingual
η (AM ἀπαγόρευσις)
το να μην επιτρέπεται κάτι, η παρεμπόδιση
νεοελλ.
1. η κατάσταση του φυσικού προσώπου η οποία το εμποδίζει να κάνει τις διάφορες δικαιοπραξίες που αφορούν στο πρόσωπο του ή στην περιουσία του
2. φρ. «δικαστική απαγόρευση» — νόμιμη απαγόρευση
αρχ.
σωματική κόπωση, εξάντληση.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰγόρευσις: -εως, ἡ, τὸ ἐμποδίζειν, τὸ μὴ ἐπιτρέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 223. 2) ἄρνησις, «μετ’ ἀπαγορεύσεως τιθέασιν, οἷον, οὐδεὶς ἑκὼν εἶναι» Θωμ. Μάγ. 290, ΙΙ. κόπωσις σωματική, ἐξάντλησις δυνάμεων, οἱ μέν τοι Πάρθοι τὴν εἰς γόνυ κλίσιν τῶν Ρωμαίων ἀπαγόρευσιν ἡγούμενοι καὶ κάματον εἶναι Λουκ. Ἀνάχαρ. 37, Πλουτ. Ἀντ. 45.
Greek Monotonic
ἀπᾰγόρευσις: -εως, ἡ, κατάπτωση της σωματικής ρώμης, φυσική κόπωση, εξάντληση των σωματικών δυνάμεων, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
[from ἀπαγορεύω
failure of strength, exhaustion, Plut., Luc.
Translations
prohibition
Albanian: ndalim; Arabic: حَظْر, مَنْع; Armenian: արգելք; Azerbaijani: yasaq, qadağan; Belarusian: забарона; Bulgarian: забрана, запрещение; Catalan: prohibició, interdicció; Chinese Mandarin: 禁止; Danish: forbud; Dutch: verbod; Estonian: keeld; Finnish: kielto; French: prohibition, interdiction; Georgian: აკრძალვა; Greek: απαγόρευση; Ancient Greek: ἀπαγόρευμα, ἀπαγόρευσις, ἀπόρησις, ἀπόρρημα, ἀπόρρησις, ἀπόταγμα, κώλυσις, παραγόρευσις, προαγόρευσις; Hindi: निषेध, मनाही; Hungarian: tiltás, megtiltás, tilalom; Irish: crosadh; Italian: proibizione; Japanese: 禁止, 差し止め; Kazakh: тыйым; Khmer: បំរាម; Korean: 금지(禁止); Kyrgyz: тыюу; Latin: vetitum, interdictum; Latvian: aizliegums; Lithuanian: uždraudimas; Macedonian: забрана; Malay: larangan; Norwegian Bokmål: forbud; Oromo: dhowwaa; Persian: منع; Plautdietsch: Baun; Portuguese: proibição; Romanian: interdicție; Russian: запрет, запрещение; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑брана; Roman: zȃbrana; Slovene: prepoved; Spanish: prohibición; Swedish: förbud; Tajik: манъ; Thai: การห้าม, ข้อห้าม; Turkish: yasak; Ukrainian: заборона; Uzbek: taqiq, man; Vietnamese: sự cấm, cấm chỉ; Zazaki: men, tomet