ἄω
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
(A),
A = ἄημι (q.v.), blow, only in impf. ἄεν, A.R.1.605, 2.1228.
II = αὔω, ἰαύω, sleep, only in aor., ἐνὶ κοίτη ἄεσα Od.19.342; νύκτα μὲν ἀέσαμεν 3.151; ἔνθα δὲ νύκτ' ἄεσαν ib.490; contr., νύκτ' ἄσαμεν 16.367.(B), hurt, contr. from ἀάω (q.v.); cf. ἄτη.(C), Ep. inf. ἄμεναι: fut.
A ἄσω Il.11.818: aor. 1 subj. ἄσω 18.281, inf. ἆσαι (v. infr.): aor. 2 subj. 1pl. ἕωμεν 19.402:—Med., Ep. 3sg. ἄᾰται Hes.Sc.101; cf. ἆται· πληροῦται, Hsch.: fut. ἄσομαι Il.24.717: aor. ἀσάμην 19.307:—satiate, αἵματος ἆσαι Ἄρηα to give him his fill of blood, 5.289: but,
II mostly intr., take one's fill of a thing, ἱεμένη χροὸς ἄμεναι 21.70; λιλαιομένη χροὸς ἆσαι ib.168, cf. 15.317; γόοιο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι 23.157:—Med., ἄσεσθε κλαυθμοῖο 24.717; ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτορ 19.307. (Root sā: sə, cf. ἄατος, ἅδην.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. pres. inf. ἄμεναι Il.21.70, fut. inf. ἄσειν Il.11.218, aor. subj. ἄσῃ Il.18.281, 1a plu. ἕωμεν Il.19.402; sin contracción ἄαται [ᾰᾰ-] Hes.Sc.101]1 intr. en v. act. y med., c. gen. saciarse de πολέμοιο Il.19.402, Hes.l.c., γόοιο Il.23.157, κλαυθμοῖο Il.24.717, en cont. bélico ἱεμένη χροὸς ἄμεναι ἀνδρομέοιο Il.21.70, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι Il.11.574, 15.317, 21.168.2 tr. en v. act., c. ac. y gen. saciar μή με πρὶν σίτοιο κελεύετε μηδὲ ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτορ Il.19.307, cf. 9.489, αἵματος ἆσαι Ἄρηα Il.20.78, ἀργίποδας κύνας ἆσαι ἑῶν ἀπάνευθε τοκήων Il.24.211•c. ac. y dat. saciar con ἄσειν ... ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ Il.11.818.3 tr. en v. act., sólo c. ac., de medicamentos administrar en cantidad ἆσαι δ' ἢ πολίοιο μυοκτόνου ἀργέος ἄνθην Nic.Al.305, cf. Th.676.• Etimología: De una raíz *seHu̯2- / sHu̯2- que en grado pleno (sā) da lugar a ἄμεναι y al aor. ἄσαι; en grado cero (să-) a ἄεται, lat. sătis, gót. sþs ‘harto’, v. tb. ἅδην.v. ἀάω.v. ἄημι.
German (Pape)
[Seite 421] sättigen, aor. κύνας ἆσαι Il. 24, 2 ll; αἵματος ἆσαι Ἄρηα, mit Blut den Ares sättigen, Il. 5, 289; ἐπεί κ' – ἵππο υς δρόμου ἄσῃ, wenn er die Nosse gesättigt haben wird, 18, 281; ἄσαιμι 9, 489; fut. ἄσειν κύνας 11, 818; – sich sättigen, praes. ἄμεναι Il. 21, 70; aor. λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι 11, 574; γόοι ο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι 23, 157; med, μή με πρὶν σίτοιο κελεύετε μηδὲ ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτορ Iliad. 19, 307; άσεσθε κλαυθμοῖο 24, 717, ihr werdet euch ausweinen; Hes. Sc. 101, praes. mit kurzem α, ἦ μὴν καὶ κρατερός περ ἐὼν ἄαται πολέμ οιο, sättigt sich. – Man rechnet hierher auch die Form ἑῶμεν Iliad. 19, 40,: ἐπεί χ' ἑῶμεν πολέμοιο, sobald ich mich am Kriege »gesättigt haben werde«, plur. Homerisch für den sing.; Scholl. Aristonic. (nicht Herodian.) zu der Stelle ὅτι δασυντέον τὸ ἑῶμεν· ἔστι γὰρ ἄδην ἔχωμεν, κορεσθῶμεν; vgl. Scholl. Didym. Iliad. 13, 315; Apoll. Lex. Homer. p. 80, 28 ἑῶμεν κορεσθῶμεν; Buttmann Lexil. 2, 130 ff. Stammform zu ἄεσα, ἆσα, schlafen. Stamm von ἄημι; davon ἄεν Ap. Rh. 1, 605.
French (Bailly abrégé)
1souffler.
Étymologie: cf. ἄημι.
2blesser, faire mal.
Étymologie: DELG -.
3f. ἄσω;
1 tr. rassasier : τινά τινος ou τινι IL qqn de qch;
2 intr. se rassasier de, gén.;
Moy. ἄομαι;
1 tr. rassasier de, gén.;
2 intr. se rassasier de, gén..
Étymologie: p. *ἄϜω, de la R. ἈϜ, rassasier.
Russian (Dvoretsky)
ἄω: (ᾱ) тж. med. (fut. ἄσω; эп. inf. ἄμεναι - aor. ἆσαι)
1 насыщать (τινά τινος и τινι Hom.);
2 насыщаться (τινος Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄω: (Α), = ἄημι, (ὃ ἴδε) πνέω, φυσῶ· ἐν χρήσει μόνον κατὰ παρατ. ἄεν, Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 605, Β. 1229, ἀλλὰ πρβλ. διάημι. ΙΙ. = ἰαύω, ἀωτέω, κοιμῶμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόριστον, ἐνὶ κοίτῃ ἄεσσα Ὀδ. Τ. 341· νύκτα μὲν ἀέσαμεν Γ. 151· ἔνθα δὲ νύκτ’ ἄεσαν αὐτόθι 490· προσέτι καὶ ἐν σηνῃρημένῳ τύπῳ, νύκτ’ ἄσαμεν Π. 367.
English (Autenrieth)
inf. ἄμεναι, fut. inf. ἄσειν, aor. opt. ἄσαιμι, subj. ἄσῃ, inf. ἆσαι, mid. fut. ἄσεσθε, aor. inf. ἄσασθαι: trans., satiate; τινά τινος, Il. 5.289; τινί, Il. 11.817; intrans., and mid., sate oneself, Il. 23.157, Il. 24.717; met., (δοῦρα) λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι, eager to ‘glut’ themselves with flesh, Il. 11.574, Il. 21.70.
Greek Monotonic
ἄω: (Α),
I. = ἄημι, φυσώ.
II. = ἰαύω, κοιμάμαι, χρησιμ. μόνο στον αόρ. αʹ ἄεσα, Επικ. ἄεσσα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης αʹ πληθ. συνηρ. ἄσαμεν, στο ίδ.
• ἄω: (Β), πληγώνω, συνηρ. από ἀάω.
• ἄω: (Γ), Επικ. απαρ. ἄμεναι (συνηρ. αντί ἀέμεναι)· μέλ. -ἄσω, αόρ. αʹ υποτ. ἄσω, απαρ. ἆσαι — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. ἄᾰται· μέλ. ἄσομαι, αόρ. αʹ ἀσάμην·
I. μτβ., χορταίνω, αἵματος ἆσαι Ἀρῆα, χορταίνω τον Άρη με το αίμα αυτού, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., χορταίνω κάποιον με ένα πράγμα, με γεν., χροὸς ἄμεναι, χροὸς ἆσαι, στο ίδ.· ομοίως στη Μέσ. ἄσεσθε κλαυθμοῖο ποτῆτος ἄσασθαι, στο ίδ.
Frisk Etymological English
1. eat ones fill See also: ἆσαι
2. blow
See also: ἄημι
Middle Liddell
1
I. = ἄημι, to blow.
II. = ἰαύω, to sleep, used only in aor1 ἄεσα, epic ἄεσσα Od.; also 1st pl. contr. ἄσαμεν, Od.
2
to hurt, contr. from ἀάω.
3 ἄμεναι contr. for ἀέμεναι]
I. trans. to satiate, αἵματος ἆσαι Ἀρῆα to give him his fill of blood, Il.
II. intr. to take one's fill of a thing, c. gen., χροὸς ἄμεναι, χροὸς ἆσαι Ib; so in Mid., ἄσεσθε κλαυθμοῖο, ποτῆτος ἄσασθαι Il.
Frisk Etymology German
ἄω: {áō}
Grammar: v.
Meaning: ‘(sich) sättigen’
See also: s. ἆσαι.
Page 1,205