τῆμος

From LSJ
Revision as of 09:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῆμος Medium diacritics: τῆμος Low diacritics: τήμος Capitals: ΤΗΜΟΣ
Transliteration A: tē̂mos Transliteration B: tēmos Transliteration C: timos Beta Code: th=mos

English (LSJ)

Dor. τᾶμος, Adv.
A then, thereupon. answering to the relat. ἦμος (q.v.), Il.23.228, Hes.Op.488,585, S.Tr.533 (nowhere else in Trag.), Theoc.13.27: freq. followed by another Particle, ἦμος... τῆμος ἄρα Il.7.434, Od.4.401, etc.; τῆμος δὴ . . 12.441: also antec. to εὖτε, εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε... τῆμος δὴ . . Od.13.95: without any corresponding relat., h.Merc.101, Hes.Op.559, A.R.4.1400; so τῆμος δὲ . . Od.7.318, Hes.Op.670.—The Att. words are τηνικάδε, τηνικαῦτα,
II in A.R.4.252, καὶ τῆμος = even today; Thess. τᾶμος (τᾶμον), q.v.

German (Pape)

[Seite 1108] (nach Buttm. Lexil. II p. 228 aus τῇ ἦμαρ entstanden, eigtl. τῆμαρ, wie αὐτῆμαρ, schwerlich richtig), adv., da, damals, dann, darauf; meist von der vergangenen Zeit; im Nachsatze dem ἦμος des Vordersatzes entsprechend; Il. 23, 228; Hes. O. 490. 581; Soph. ἦμοςξένος θροεῖ – τῆμος θυραῖος ἦλθον, Trach. 530; τῆμος ἄρα, Il. 7, 434. 24, 289 Od. 4, 401; h. Ven. 171; Hes. O. 424; τῆμος δέ, 672; τῆμος δή, Od. 12, 441; τῆμος, ὅτε, Jac. A. P. p. 420; auch einem Vordersatze mit εὖτε entsprechend, Od. 13, 95; absolut ohne Vordersatz, H. h. Merc. 101, Hes. O. 561; ἐς τῆμος, Od. 7, 318, bei Bekker αὔριον ἔς· τῆμος δέ geschr. – Bei Ap. Rh. 4, 252 bedeutetes heute.

French (Bailly abrégé)

adv.
alors, en ce moment : τῆμος ἄρα IL, τῆμος δέ OD, τῆμος δή OD alors justement ; ἐς τῆμος OD jusqu'alors, jusqu'à ce moment.
Étymologie: DELG corrél. de ἧμος.

Russian (Dvoretsky)

τῆμος: дор. τᾶμος тогда, в то время: ἦμος …, τ. Hom., Hes., Soph., Theocr. когда (в то время, как) …, тогда; τ. ἐπὶ ποταμὸν βοῦς ἤλασεν HH тогда он погнал быков к реке.

Greek (Liddell-Scott)

τῆμος: Δωρικ. τᾶμος, Ἐπίρρ., τότε, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἀεὶ ἐπὶ χρόνου παρῳχημένου, ἀνταποδιδόμενον εἰς τὸ ἀναφορ. ἦμος (ὃ ἴδε), ἦμος δ’ ἐωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν..., τῆμος πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο Ἰλ. Ψ. 228, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 486. 583· ἦμος, φίλαι, κατ’ οἶκον ὁ ξένος θροεῖ..., τῆμος θηραῖος ἦλθον εἰς ὑμᾶς λάθρα Σοφ. Τρ. 533 (τὸ μόνον Ἀττικ. χωρίον ἔνθαλέξις ἀπαντᾷ), Θεόκρ. 13. 25· - συχνότερον ἀκολουθεῖ ἕτερον μόριον, ἦμος..., τῆμος ἄρα Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Δ. 401, κλπ.· τ. δή... Ὀδ. Μ. 441· τ. δέ... Η. 318, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668· - ὡσαύτως ὡς ἀντίστοιχον τῷ εὖτε, εὖτ’ ἀστὴρ ὑπερέσχε..., τ. δή... Ὀδ. Ν. 95· τῆμος, ὅτε Ἀνθ. Π. 8. 26, 10· - ἀπολ., ἄνευ τινὸς συνδέσμου πρὸς ἀποδίδοσιν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 101, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557. - Αἱ Ἀττικ. λέξεις εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα. ΙΙ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 252, καὶ τῆμος καὶ σήμερον.

English (Autenrieth)

then, thereupon, correl. to ἦμος.

Greek Monolingual

και τᾱμος Α
επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο του παρελθόντος («ἦμος δ' Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό του αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod < ρίζα το-, τᾶ-, βλ. λ. ο, η, το) με μια επιρρμ. κατάλ. με -m-, η οποία μπορεί, κατά μία άποψη, να συνδεθεί με αυτήν του αρχ. σλαβ. τοπικού επιρρ. ta-mo, καθώς και με το αρχ. ινδ. και χεττιτ. επίθημα -mant-. Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. τῆμος ήταν αρχικά επίθ. με κατάλ. -μος (πρβλ. θερ-μός, νόστ-ι-μος), το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του θεσσαλ. τᾶμον, που λειτουργεί ως επίθ. στη φρ. τὸ τᾶμον (ψᾱφισμα)].

Greek Monotonic

τῆμος: Δωρ. τᾶμος, επίρρ., τότε, εκείνο τον καιρό, για περασμένο χρόνο, αντίστοιχο προς το αναφορ. ἦμος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ., Θεόκρ.

Middle Liddell


then, thereupon, of past time, answering to the relat. ἦμος, Il., Soph., Theocr.

Frisk Etymology German

τῆμος: {tē̃mos}
Forms: dor. τᾶμος Adv.
Meaning: da, dann, zu dieser Zeit (cp. poet. seit Il.), sekundär (nach ἦμαρ, ἡμέρα) heute (A. R.), adjektiviert τὸ τᾶμον sc. ψάφισμα der dieszeitige, heutige Beschluß (thess.); erweitert τημοῦτος (Hes., Kall., Nik.), τημόσδε (Theok., Kall.) ib..
Etymology: Wie τέως, urgr. *ταϝος vom Pron. το-, τα-, u. zw. mit μ-Suffix, das auch in aksl. tamo ‘dort(hin)’ vorliegt und mit aind. und heth. -mant- (aind. Schwundst. -mat) in Verbindung stehen mag; wie *ταϝος: aind. tā́-vat auch -μος: aind. -mat. —Neben τῆμος, τᾶμος steht das Relativum ἦμος, ἆμος (idg. *i̯ā-) als, während (ep. poet. seit Il., vereinzelt bei Hp. und Hdt.). — Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer 528, Schw.-Debrunner 651 m. A. 1; dazu Leumann Hom. Wörter 312 f. und Vasmer s. tam.
Page 2,894