καταπνέω

Revision as of 10:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ep. καταπνείω,
A blow or breathe upon or over, τί τινος, Χώρας (Reisk. for Χώραν) καταπνεῦσαι ἡδυπνόους αὔρας E.Med.839 (lyr.); Ἔρως ἵμερον κ. ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων Ar.Lys.552: with genitive understood, Arist.HA541a29, 594b27: also c. acc., κ. τόπον εὐωδίᾳ fill the place with fragrance, Hld.3.2: c. acc. cogn., ἡδὺ κ. h.Cer. 238:—Pass., σπινθὴρ -πνευσθείς Ph.1.455; -πνευσθέντες ὑπὸ ἀνέμων ψυχρῶν blown upon by... Gal.12.599; στρατόπεδον οὐ -πνεόμενον ἐκ τῆς θαλάσσης App.Pun.99: abs., ὅταν Βορρᾶς -πνεύσῃ Cratin. 207.
2 inspire, θεόθεν καταπνείει πειθὼ… ξύμφυτος αἰών A.Ag. 105 (s. v.l., lyr.); θεοῦ ὁμόνοιαν, ὀργὴν δικαίαν -πνέοντος, Ael.NA12.2,7: c. acc. pers., θεὸς καταπνεῖ σε E.Rh.387:—Pass., -πνευσθείς Ph.1.411.
3 blow upon, c. dat., τοῖς πρὸς ἄρκτον οἰκοῦσι… κ. ὁ νότος Arist.Pr.945a36: metaph., μή σοι νέμεσις θεόθεν καταπνεύσῃ Pl. Com.173.14.
II Pass., to be blown up, φλόξ Plu.2.474d.

German (Pape)

[Seite 1371] (s. πνέω), anhauchen, an-, durchwehen; θεόθεν καταπνέει Πειθὼ μολπάν, einhauchen, Aesch. Ag. 105; θεὸς ἥκων καταπνεῖ σε Eur. Rhes. 387, vgl. Med. 839; ἤνπερ Ἔρως ἵμερον ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων καὶ τῶν μηρῶν καταπνεύσῃ Ar. Lys. 552. – Uebh. wehen, ὅταν ἥδι στον οἱ ἐτησίαι καταπνέωσιν Plut. Cic. 47. – Auch pass., στρατόπεδον οὐ καταπνεόμενον ἐκ τῆς θαλάττης App. Pun. 99.

French (Bailly abrégé)

f. καταπνεύσω;
I. intr. souffler sur;
II. tr. 1 envoyer un souffle;
2 fig. inspirer : πειθώ ESCHL la persuasion ; ὁμόνοιάν τινι ÉL la concorde à qqn.
Étymologie: κατά, πνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πνέω, Ιon. ep. καταπνείω, blazen, waaien:; ἀπὸ τοῦ Ταϋγέτου καταπνεύσας neerwaaiend vanuit de Taügetus Luc. 79.16.2; met acc. en gen.:; χώρας καταπνεῦσαι μετρίους ἀνέμων αὔρας rustige windvlagen over het land uitblazen Eur. Med. 839; overdr. inspireren:. θεόθεν καταπνείει πειθώ... αἰών mijn leeftijd inspireert mij van godswege met overtuigingskracht Aeschl. Ag. 105; ἵμερον κ. verlangen opwekken Aristoph. Lys. 552.

Russian (Dvoretsky)

καταπνέω: эп. тж. καταπνείω (fut. καταπνεύσω)
1 дуть (сверху вниз), обдавать дыханием или навевать: ἡδὺ καταπνείουσα HH нежно дыша; χώραν (v.l. χώρας) μετρίας ἀνέμων αὔρας κ. Eur. овевать край мягким дыханием ветров; φλὸξ καταπνεομένη Plut. колеблемое ветром пламя;
2 дуть, веять (ὅταν οἱ ἐτησίαι καταπνέωσιν Plut.): ὁ Νότος τοῖς πρὸς ἄρκτον οἰκοῦσι καταπνεῖ Arst. нот (южный ветер) дует в сторону жителей севера, т. е. в северном направлении;
3 перен. вдыхать, внушать (πειθώ, μολπᾶν ἀλκάν Aesch.; ἵμερον κατὰ τῶν κόλπων τινός Arph.);
4 вдохновлять (τινα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπνέω: Ἐπικ. -πνείω: μέλλ. -πνεύσομαι. Πνέω ἄνωθεν ἐπί τινος ὑποκάτω ὄντος, τί τινος, χώρας (οὕτως ὁ Reisk. ἀντὶ χώραν) καταπνεῦσαι ἡδυπνόους αὔρας Εὐρ. Μήδ. 839· ἵμερον κ. ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων Ἀριστοφ. Λυσ. 552· οὕτω παρ᾿ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 13., 8. 5, 7, δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν γενικήν τινα ἐκ τῶν συμφραζομένων·― ἀλλ᾿ ἐν Ἡλιοδ. 3. 2, ἔχομεν αἰτ. μετὰ τὸ ῥῆμα, κ. τόπον εὐωδίᾳ, πληρῶ, γεμίζω τὸν τόπον μὲ εὐωδίαν· καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 21, ἐὰν καταπνευσθῇ τοῦ ἄρρενος ἡ πέρδιξ, ἂν σταθῇ ἡ θήλεια ἀπέναντι τοῦ ἄρρενος, ἀφ᾿ οὗ ὁ ἄνεμος πνεῖ· πρβλ., ἂν κατὰ τὸν ἄνεμον στῶσι 5. 5. (διάφ. γραφ. πνεῦμα στῇ)·― ἀπολ., ἡδὺ καταπνείουσα Ὁμηρ. ὕμν. εἰς Δήμ. 239· τοῦ ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Πλουτ. Ἠθ. 139 D. ὅταν ἥδιστον ἐτησίαι καταπνέωσι Πλουτ. Κικ. 47. 2) ἐμπνέω, θεόθεν καταπνείει πειθὼ… μολπὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 105· ὁμόνοιαν, ὁρμήν τινι κ. Αἰλ. π. Ζ. 12. 2 καὶ 7· ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. προσ., θεὸς καταπνεῖ σε Εὐρ. Ρῆσ. 387. 3) φυσῶ ἐπί τινος, ἐπιπνέω, μετὰ δοτ, τοῖς πρὸς ἄρκτον οἰκοῦσι… κ. ὁ νότος Ἀριστ. Πρβλ. 26. 45· μεταφ., μή σοι νέμεσις θεόθεν καταπνεύσῃ Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φά.» 1. 14. ΙΙ. Παθ., δυνατὰ φυσῶμαι, ἀναρριπίζομαι, φλόξ καταπνεομένη Πλούτ. 2. 474C· σπινθὴρ ὅταν καταπνευσθεὶς ζωπυρηθῇ ἐξάπτει μεγάλην πυρὰν Φίλων 1. 455· ἀλλ᾿ ἐπὶ τόπων, εἶμαι ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἄνεμον· στρατόπεδον καταπνεόμενον ἐκ τῆς θαλάσσης Ἀππ. Καρχηδ. 99· λειμὼν καταπνεόμενος Πολυδ. Α΄, 240.

Greek Monolingual

καταπνέω και επικ. τ. καταπνείω (Α)
1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω
2. (για ανέμους) α) φυσώ
β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον
3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῖσε», Ευρ.)
4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω
5. παθ. α) (για τόπους) είμαι εκτεθειμένος στον άνεμο
β) αναρριπίζομαι («φλὸξ καταπνεομένη», Πλούτ.)
6. (ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ καταπνεόμενα
τα πνευστά μουσικά όργανα, αλλ. εμπνεόμενα ή εμφυσώμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πνέω «φυσώ»].

Greek Monotonic

καταπνέω: Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι·
1. αναπνέω από πάνω, με γεν., σε Ευρ.
2. εμπνέω, σε Αισχύλ.· θεὸς καταπνεῖ σε, σε Ευρ.

Middle Liddell

epic -πνείω fut. -πνεύσομαι
1. to breathe upon or over, c. gen., Eur.
2. to inspire, Aesch.; θεὸς καταπνεῖ σε Eur.