Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποκατακλίνω

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκατακλίνω Medium diacritics: ὑποκατακλίνω Low diacritics: υποκατακλίνω Capitals: ΥΠΟΚΑΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypokataklínō Transliteration B: hypokataklinō Transliteration C: ypokataklino Beta Code: u(pokatakli/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A lay down under:—Pass., lie down under, Plu.2.50d; of a wrestler allowing himself to be beaten, ib.58f.
II Pass. also, lie or sit lower at table, τινι ib.618e; πάντων J.AJ12.4.9 (so, more rarely, in Act., seat under another at table, τινα Luc.Gall.11).
2 metaph., give way, submit, be complaisant, τινι to one, Pl.R. 336c; ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει ib.e; ὑ. τισὶ τῆς ἀξιώσεως D.H.6.24,71: abs., give in, D. 9.64, Plu.Pomp.75, etc.; θεραπεύων καὶ -όμενος D.Chr.6.57.
3 ὑ. τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι desist from further opposition, J.AJ 18.1.1.

German (Pape)

[Seite 1219] darunter niederlegen, Luc. Gall. 11; – pass. sich niederlegen unter Etwas, τινί, Plut. Symp. 1, 2,6; sich unterwerfen, fügen, nachgeben, τινί, Plat. Rep. I, 336 e; ὑποκατακλινόμενοι, ἐπεὶ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον Dem. 9, 64; τινί τινος, Einem in Etwas, D. Hal. 6, 71.

French (Bailly abrégé)

faire mettre litt. faire coucher à table au-dessous d'un autre;
Moy. ὑποκατακλίνομαι;
1 se mettre litt. se coucher à table au-dessous de, τινι;
2 fig. se soumettre, se reconnaître inférieur, céder : τινι à qqn.
Étymologie: ὑπό, κατακλίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκατακλίνω: (ῑ)
1 помещать за столом ниже (τινά Luc.): ὑποκατακλίνεσθαί τινι Plut. располагаться рядом с кем-л., перен. служить дополнением или поправкой к чему-л.;
2 med. уступать первенство, преклоняться Dem.: ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἔν τινι Plat. уступать друг другу первенство в чем-л.; ὑποκατακλίνεσθαί τινι Plat., Plut. стушевываться, склоняться перед кем-л., покоряться чьей-л. воле.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω ὑποκάτω. - Παθ., κατακλίνομαι ὑποκάτω, Πλούτ. 2. 50Ε· ἐπὶ παλαιστοῦ ὅστις ἀφίνει νὰ νικηθῇ, να καταβληθῇ, αὐτόθι 58F. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, κατέχω κατωτέραν θέσιν παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι αὐτόθι 618Ε· τινὸς Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 9· - (οὕτως σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., βάλλω τινὰ νὰ κατακλιθῇ κατωτέρω τινὸς παρὰ τὴν τράπεζαν, «μηδενὸς ἀνεχομένου πλησίον κατακεῖσθαι αὐτοῦ, ἐμὲ ὑποκατακλίνουσι… ὡς ὁμοτραπέζῳ εἴημεν» Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11). 2) μεταφορ., ὑπείκω, ὑποκατακλίνεσθαι ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει Διον. Ἁλ. 6. 24, 71· - ἀπολ., ὑποχωρῶ, ὑπείκω, Δημ. 127. 21, Πλούτ., κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. βάζω κάποιον να ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι αλλά σε θέση κατώτερη
2. εκκλ. μτφ. υποκύπτω στην αμαρτία
3. μέσ. ὑποκατακλίνομαι
μτφ. υποχωρώ, ενδίδω
4. παθ. α) ξαπλώνω, πλαγιάζω κάτω από κάποιον
β) (για παλαιστή) παρέχω στον αντίπαλο τη δυνατότητα να μέ νικήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κατακλίνω «βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση, βάζω κάποιον να πλαγιάσει»].