περιορίζω
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
A mark by boundaries: set a limit, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν… Plu.2.226d; ἄνευ τοῦ περιορίζοντος without any boundary, ib.719e:—Pass., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα Id.Caes.58; τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Luc.Salt. 37.
2. draw up the description of the boundaries of a property, π. τὴν χώραν OGI225.30 (Didyma, iii B. C.):—Pass., ἀπὸ τῶν περιωρισμένων τόπων SIG1231.9(Nicomedia, iii/iv A. D.).
II banish, Lat. deportare, ἐν νήσῳ-ορισθείς D.C.76.5, cf. Just.Nov.42.3Intr. (Pass.).
2 dislocate, Apollon.Cit.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 585] rings umgränzen, Plut. Caes. 58; genau bestimmen, erklären, Sp.; τούτῳ διαστήμα τι περιωρίσθω ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ πολυμάθεια, Luc. de salt. 37.
French (Bailly abrégé)
1 circonscrire ; définir avec soin, préciser;
2 reléguer, déporter, bannir.
Étymologie: περί, ὁρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ορίζω rondom begrenzen, afbakenen.
Russian (Dvoretsky)
περιορίζω:
1 обозначать границы, устанавливать пределы, определять (γεωμετρικῶς τι Plut.): τὰ τείχη π. Plut. прокладывать (проводить) линию для (городских) стен;
2 окружать (πανταχόθεν Ὠκεανῷ περιορισθείς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιορίζω: περικλείω ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· ἄνευ τοῦ περιορίζοντος, ἄνευ ὁρίου τινός, αὐτόθι 719Ε. - Παθ., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. ἐξορίζω, πρβλ. περιωθέω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ορίζω
1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῦ περιορίζοντος» — χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.)
2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β. «ὀρέξεις αὐταρκείᾳ περιορίζονται», Κλημ.)
3. επιβάλλω σε κάποιον να μείνει σε έναν χώρο, του απαγορεύω τις μετακινήσεις (α. «τήν περιόρισαν σε μοναστήρι» β. «ἐν νήσῳ περιορισθείς», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
1. συγκρατώ κάποιον για να μην παρεκτρέπεται («έχει τα παιδιά του περιορισμένα»)
2. αρκούμαι («περιορίστηκε σε απλή διαμαρτυρία»)
3. γίνομαι έξαλλος από χαρά ή από λύπη («όλοι περιωριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη», Ερωτόκρ.)
4. μέσ. περιορίζομαι
(για θηρίο) συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι («περιορίζεται, πετιέται, αίμ' ανθρώπινο ζητά», Σολωμ.)
5. (μτχ. μέσ. παρακμ.) περιορισμένος, -η, -ο
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο, από το κοινό μέτρο (α. «περιορισμένες δυνατότητες» β. «περιορισμένη αντίληψη»)
μσν.-αρχ.
1. συντέμνω, συμπυκνώνω («χιλίων γὰρ ἐτῶν περιοριζομένων εἰς μίαν ἡμέραν ἐν ὀφθαλμοῖς θεοῦ», Μεθόδ.)
2. ορίζω, καθορίζω («τῇ εὐπορίᾳ τοῦ ἄρτου τὴν ζωὴν περιορίζεται», Γρηγ. Νύσσ.)
3. περιγράφω
αρχ.
μέσ. ιατρ. εξαρθρώνομαι.
Greek Monotonic
περιορίζω: μέλ. -σω, περικλείω όρια, οριοθετώ, περιορίζω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. σω
to mark by boundaries, Plut.