μορόεις

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορόεις Medium diacritics: μορόεις Low diacritics: μορόεις Capitals: ΜΟΡΟΕΙΣ
Transliteration A: moróeis Transliteration B: moroeis Transliteration C: moroeis Beta Code: moro/eis

English (LSJ)

μορόεσσα, μορόεν, epithet of earrings,
A ἕρματα… τρίγληνα μορόεντα Il.14.183, Od.18.298; expld. by Hsch., and Eust.976.40, as wrought with much pains (cf. μορέω), in which sense it is used of τεύχη, Q.S. 1.152; by Apollon.Lex. as ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα; perhaps from μόρον, clustering like mulberries.
II (μόρος) fatal, deadly, ποτόν Nic.Al.130, 136; μορόεντος ἐλαίης, dub. sens., Id.Al.455.

German (Pape)

[Seite 208] εσσα, εν, nur Il. 14, 183 u. Od. 18, 298, ἕρματα, τρίγληνα μορόεντα, wo Schol. auch als v.l. ἀμορόεντα erwähnen, Ohrgehänge von mühevoller, sorgfältiger Arbeit, wie die Alten meist erklären: πεπονημένα τῇ κατασκευῇ, μετὰ πολλοῦ μόρου καὶ κακοπαθείας γινόμενα, u. wonach μορόεντα τεύχη, Qu. Sm. 1, 152, μορόεν ποτόν, Nic. Al. 129. 135 (Schol. πολυέψητον ἢ μορίδιον), auch μορόεντος (für μοροέσσης) ἐλαίης, 455, gesagt ist. Andere wollten es auf μείρω, μέρος zurückführen und es enger zu τρίγληνα ziehen, aus drei Stücken, drei Bommeln, oder, wie Ernesti, es von μόρον ableiten, maulbeerfarbig, od. überh. (vgl. μαίρω) helf schimmernd, glänzend übersetzen. Die Erkl. des Apoll. L. H., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα, bezieht sich vielleicht auf die v.l. ἀμορόεντα, obwohl Schol. a. a. D. das α für ein ἐπιτατικόν erklären u. die Form überh. verwerfen. –. Auch = μόριος, fatalis, Nic. Al. 589, Schol. κακοποιός, μόρον ἄγων.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν,
1. péniblement, càd artistement travaillé, d'où précieux en gén. IL. 14.183, OD. 18.298, Q.S. 1.152;
2. funeste, NIC. Al. 129, 582.
Étymologie: μόρος.

Russian (Dvoretsky)

μορόεις: όεσσα, όεν μορέω искусно сделанный, по друг. μόρον похожий на тутовую ягоду (ἕρματα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μορόεις: εσσα, εν, ἐν Ἰλ. Ξ. 183, Ὀδ. Σ. 298, ἐπίθ. τῶν ἐνωτίων, ἕρματα... τρίγληνα, μορόεντα, εἰργασμένα μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ δεξιότητος, «μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα» κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ., Εὐστ., 976. 40 (ὥστεῥίζα θὰ εἶναι ΜΕΡ, μέριμνα): κατὰ τὸ Ἀπολλ. Λεξ., ἀθάνατα, μόρου μὴ μετέχοντα. ΙΙ. ἐκ τοῦ μόρος, ὡς τὸ μόριος, προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, ἰδίως θανατηφόρος, ὀλέθριος, ὡς ἑρμηνεύεται ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 130, 136, 582, Κόϊντ. Σμ. 1. 152.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: doubtful word, mulberry-colored, dark-hued.

Greek Monolingual

μορόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πολύ κόπο και τέχνη («τρίγληνα μορόεντα», Ομ. Ιλ.)
2. θανατηφόρος, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορόεις στη φρ. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια με τρία πετράδια που μοιάζουν με μούρα», οπότε η λ. συνδέεται με το μόρον «μούρο». Κατ' άλλη άποψη, η λ. παράγεται από μόρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις) και ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κατασκευάστηκε με κόπο». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς και ως επιθ. του τείχη «όπλα»].

Greek Monotonic

μορόεις: -εσσα, -εν (√ΜΕΡ του μέριμνα), λέγεται για σκουλαρίκια, αυτά που υπήρξαν αντικείμενο επίπονης κατεργασίας, που είναι φτιαγμένα με επιδεξιότητα, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: μορόεντα as adjunct of ἕρματα ear-pendants (?Ξ 183, σ 298).
Other forms: Only acc. pl. n. -οεντα.
Derivatives: Besides μορόεις from μόρος lot, daeth-lot (μορόεν ποτόν Nic.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Acc. to H. and Eust. 976, 40 = μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα (from μόρος; after H. also = πόνος); therefore in Q. S. 1, 152 also of τεύχη. -- Prob. rather with LSJ from μόρον mulberry as with the colour, or form, of mulberry; s. Bleilefeld Arch. Homerica C 4.

Middle Liddell

μορόεις, εσσα, εν [!μερ, Root of μέριμνα
of earrings, wrought with much pains, skilfully wrought, Hom.

Frisk Etymology German

μορόεις: {moróeis}
Grammar: nur Akk. pl. n.
Meaning: μορόεντα als Beiwort von ἕρματα Ohrgehänge (Ξ 183, σ 298).
Derivative: Daneben μορόεις von μόρος Los, Todeslos (μορόεν ποτόν Nik.).
Etymology: Nach H. und Eust. 976, 40 = μετὰ πολλοῦ καμάτου πεπονημένα (von μόρος; nach H. auch = πόνος); deshalb bei Q. S. 1, 152 auch von τεύχη. — Wohl eher mit LSJ von μόρον Maulbeere als ‘maulbeerfarbig, -förmig’.
Page 2,255