φιλομαθής

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομαθής Medium diacritics: φιλομαθής Low diacritics: φιλομαθής Capitals: ΦΙΛΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: philomathḗs Transliteration B: philomathēs Transliteration C: filomathis Beta Code: filomaqh/s

English (LSJ)

φιλομαθές,
A fond of learning, eager after knowledge, Pl.Phd. 67b, 82d, al.; ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής = if you are studious, you will become learned Isoc.1.18: Sup. φιλομαθέστατος X.Cyr.1.2.1: τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Pl.R. 376b, cf. 411d: Adv. φιλομαθῶς, ἔχειν Ant.Diog.11.
2 c. gen. rei, eager after, τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων X.An.1.9.5 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1282] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à apprendre, gén. ; abs. qui aime à s'instruire;
Sp. φιλομαθέστατος.
Étymologie: φίλος, μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

φιλομᾰθής:
1 любознательный, пытливый Xen., Isocr.: οἱ ὀρθῶς φιλομαθεῖς Plat. люди, действительно стремящиеся к знанию;
2 старательный, усердный (τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων φιλομαθέστατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομᾰθής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. φιλόλογος ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυπαθής].
-ές, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων
αρχ.
1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλομαθές
η φιλομάθεια.
επίρρ...
φιλομαθῶς Μ
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαθής (< μάθος, τὸ «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστομαθής].

Greek Monotonic

φῐλομᾰθής: -ές (μαθεῖν),
1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, αχόρταγος για γνώση, σε Πλάτ.· υπερθ. φιλομαθέστατος, σε Ξεν. τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, σε Πλάτ.
2. με γεν. πράγμ., αχόρταγος για ένα πράγμα, στον ίδ., Ξεν.

Middle Liddell

φῐλο-μᾰθής, ές μαθεῖν
1. fond of learning, eager after knowledge, Plat.; Sup. φιλομαθέστατος, Xen.; τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Plat.
2. c. gen. rei, eager after a thing, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

eager for knowledge, eager to learn, fond of learning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)