καταστηματικός

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστηματικός Medium diacritics: καταστηματικός Low diacritics: καταστηματικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastēmatikós Transliteration B: katastēmatikos Transliteration C: katastimatikos Beta Code: katasthmatiko/s

English (LSJ)

καταστηματική, καταστηματικόν,
A pertaining to a state or condition (cf. κατάστημα 1), opp. κατὰ κίνησιν, ἡδοναί Epicur.Fr.2, cf. Metrod.Fr.29.
II (cf. καθίστημι B.4) sedate, of persons, Plu.TG2; διάθεσις τῆς ψυχῆς Simp.in Epict.p.114 D.; of musical instruments, calming, v.l. for -στατικά in Procl.in Alc.p.198 C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
posé, calme.
Étymologie: κατάστημα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστηματικός -ή -όν [κατάστημα] kalm, rustig.

German (Pape)

ή, όν, gesetzt, ruhig, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾶος καὶ κατ. Plut. T.Gracch. 2; Gegensatz ἐκστατικός, Schol. Plat. Rep. III p. 131.

Russian (Dvoretsky)

καταστηματικός:
1 уравновешенный, спокойный (πρᾶος καὶ κ. Plut.);
2 умеренный, тихий (ἡδονή Epicur. ap. Diog. L.).

Greek Monolingual

καταστηματικός, -ή, -όν (Α) κατάστημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση του σώματος ή της ψυχής
2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος
3. (για μουσικό μέλος ή όργανο) καταπραϋντικός, κατευναστικός, πράος, ήρεμοςμέλος καταστηματικὸν τὸ τὴν πραότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον»).

Greek Monotonic

καταστηματικός: -ή, -όν, ευσταθής, ατάραχος· ήρεμος, γαλήνιος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστηματικός: -ή, -όν, εὐσταθής, ἀτάραχος, ἐπὶ προσώπων, ἤρεμος, βλέμματι καὶ κινήματι πρᾷος καὶ κ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2, ἀντίθετ. ἐκστατικός, Σχολ. εἰς Πλάτ. Πολιτ. 131· ὡσαύτως μέτριος, ἥσυχος, ἡδονὴ κατ., ἡ ἐπ’ ἀναιρέσει ἀλγηδόνων καὶ οἷον ἀοχλησία Ἐπικούρ. ὅρος παρὰ Διογ. Λ. 2. 87., 10, 136· μέλος κατ. τὸ τὴν πρᾳότητα ἐπιφέρον, οἷον τὸ σπονδεῖον Walz Ρήτ. 5. 458.

Middle Liddell

καταστηματικός, ή, όν [from κατάστημα
established: sedate, Plut.