χθιζός
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
χθιζή, χθιζόν, (χθές) of yesterday, τὸ χθιζὸν χρεῖος their yesterday's debt, Il.13.745; ὁ χθιζὸς πόνος yesterday's labour, Hdt.1.126; ἡ χθιζὴ μέθη Plu.2.13e; αἱ χ. ἀβελτερίαι ib.75e, cf. Sor.1.40, etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.1.424; χ. ἤλυθες Od. 2.262; χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι 6.170; ὅσσα.. χ. ὑπέσχετο Il.19.141; χ. ἐμυθεόμην Od.12.451; ἴδον Μέντορα χ. 4.656; αἲ γάρ.. τοῖος ἐών τοι χ... ἐφεστάμεναι would I had stood by thee yesterday! 24.379: neut. χθιζόν as adverb, = χθές, Il.19.195; neut. pl. χθιζά, v. πρωιζός.
German (Pape)
[Seite 1354] ion. u. poet. statt χθεσινός (vgl. Lob. Phryn. 323), gestrig, am gestrigen Tage; ὁ χθ. πόνος Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χθιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες Od. 2, 262; χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χθιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χθιζόν Il. 13, 745; χθιζά, in der Vrbdg χθιζά τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χθὲς καὶ πρώην, 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'hier : χθιζὸς ἔβη IL il est venu hier ; adv. • τὸ χθιζόν, • χθιζόν, hier ; χθιζόν τε καὶ πρώιζα IL hier et avant-hier, càd tout récemment.
Étymologie: χθές.
Russian (Dvoretsky)
χθιζός: вчерашний (χρεῖος Hom.; πόνος Her.; ἀβελτερίαι Plut.): χ. ἔβη Hom. он вчера ушел; ὅσσα χ. ὑπέσχετο Hom. то, что он вчера обещал.
Greek (Liddell-Scott)
χθιζός: -ή, -όν, (χθὲς) χθεσινός, ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος, «μήπως τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, ὥσπερ σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. πόνος, ὁ κόπος τῆς χθές, Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. μέθη Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι αὐτόθι 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, μετὰ ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· τοῖος ἐών τοι χθ., ἐὰν ἤμην χθὲς τοιοῦτος (οἷος ἤμην ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ. = χθές, Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ. χθιζά, ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει τύπος εἶναι χθιζινός, καὶ (μετέπειτα) χθεσινός.
English (Autenrieth)
(χθές): of yesterday, yesterday, usually as adv., Il. 1.424.—Neut. as adv., χθιζόν, χθιζά. χθιζά τε καὶ πρώιζα, phrase meaning ‘but a day or two since,’ Il. 2.303.
Greek Monolingual
και χθισδός, -ή, -όν, Α
1. χθεσινός («ἦλθε ποτε χθιζῆς μέθης ἀποπνέων», Πλούτ.)
2. (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) χθιζόν και χθιζά
χθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χθιζά.
Greek Monotonic
χθιζός: -ή, -όν (χθές), χθεσινός, τὸ χθιζὸν χρεῖος, η χθεσινή τους ήττα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ χθιζὸς πόνος, ο χθεσινός κόπος, σε Ηρόδ.· με επιρρ. σημασία, με ρήματα, χθιζὸς ἔβη, πήγε χθες, σε Ομήρ. Ιλ.· χθιζὸς ἤλυθες, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ουδ. χθιζόν, ως επίρρ., χθές, σε Όμηρ.· ομοίως, πληθ. χθιζά, βλ. πρώιζος.
Middle Liddell
χθιζός, ή, όν χθές
of yesterday, τὸ χθιζὸν χρεῖος their yesterday's debt, Il.; ὁ χθ. πόνος yesterday's labour, Hdt.; in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.; χθ. ἤλυθες Od., etc.:—neut. χθιζόν as adv. = χθές, Hom.; so pl. χθιζά, v. πρώιζος.