φυσητήρ

From LSJ
Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσητήρ Medium diacritics: φυσητήρ Low diacritics: φυσητήρ Capitals: ΦΥΣΗΤΗΡ
Transliteration A: physētḗr Transliteration B: physētēr Transliteration C: fysitir Beta Code: fushth/r

English (LSJ)

φυσητῆρος, ὁ,
A instrument for blowing, blowpipe or tube, φ. ὀστέϊνοι Hdt.4.2, cf. Opp.H.4.463.
2 bellows, LXX Jb.32.19, Poll.10.147, Gal.2.717.
3 blow-hole or spiracle of whales, etc., Arist.HA566b3; the funnel through which the cuttlefish squirts its ink, ib.541b17.
II one who blows a pipe or bellows, Dsc.5.75 (v.l.), Suid. s.v. ἐξέλιπε.
2 a kind of whale, perhaps Biscay whale, Str.3.2.7.

German (Pape)

[Seite 1317] ῆρος, ὁ, 1) ein Werkzeug zum Blasen, Pfeife, Röhre zum Aufblasen, Her. 4, 2. Daher – a) Blasebalg, Fächer, das Feuer anzufachen, Sp.; vgl. Poll. 10, 187. – b) die Blaseröhre, bes. der Wallfische, durch welche sie Luft mit Wasser ausspritzen, Arist. H. A. 6, 12, auch der Tintenfische, mit welcher sie den Tintenfast ausspritzen u. ihre Eier legen, Arist. H. A. 5, 6. – Der Wallfisch selbst heißt so, der Blaser, od. Blasesisch, Sp. – 2) der Blaser, der bläs't od. anbläs't, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
sorte de flûte.
Étymologie: φυσάω.

Russian (Dvoretsky)

φῡσητήρ: ῆρος ὁ
1 трубка Her., Arst.;
2 (у китов) дыхало Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσητήρ: ῆρος, ὁ, ὄργανον πρὸς φύσησιν, σωλὴν φυσητηρίου, σωλήν, φ. ὀστέϊνος Ἡρόδ. 4. 2. πρβλ. Διοσκ. 5. 85, Ὀππ. Ἁλ. 4. 463. 2) ὡς τὸ φῦσα, φυσητήριον χαλκέως, φυσερόν, μουχάνι, Πολυδ. Ι΄, 147, Γαλην. 3) ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ φάλλαινα ἀναπνέει καὶ ἀναφυσᾷ τὸ ὕδωρ, καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τῶν κητωδῶν ἰχθύων αὐλός», Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 12. 1· ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ σηπία ἐκτινάσσει τὸ μέλαν, αὐτόθι 5. 6, 4. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος τὸν φυσητῆρα, Διοσκ. 5. 85· «φυσητὴρ καὶ τὸ ὄργανον ᾧ ἐμφυσᾷ ὁ χρώμενος, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ τὸ ὄργανον μεταχειριζόμενος» Σουΐδ. ἐν λ. ἐξέλιπε. 2) εἶδος κήτους (πρβλ. Ι. 3), Στράβ. 145.

Greek Monotonic

φῡσητήρ: -ῆρος, ὁ (φυσάω), όργανο για φύσημα, φυσητήριο ή σωλήνας, σε Ηρόδ.

Greek Monolingual

ο / φυσητήρ, -ῆρος, ΝΑ
1. το φυσερό
2. το όργανο της φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό
νεοελλ.
1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία του κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) της οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου οδοντοκήτους, μήκους έως και 18 μέτρα, μιας ογκώδους φάλαινας με μικρά ζυγά πτερύγια σαν κουπιά, με τεράστιο κεφάλι, που κατά την ανάδυσή της εκτοξεύει πρός τα εμπρός έναν μεγάλο πίδακα νερού από έναν ειδικό αναπνευστικό πόρο
β) ο ειδικός αυτός αναπνευστικός πόρος του αντίστοιχου ζώου
2. τεχνολ. γνωστότατο σε πολλούς λαούς από την αρχαιότητα μηχανικό όργανο παραγωγής κατευθυνόμενου ρεύματος αέρα, χρησιμοποιούμενο κυρίως για επιτάχυνση της καύσης τών ανθράκων στα χωνεία και στις εστίες τών μεταλλοχυτηρίων και μεταλλουργείων, καθώς και για την παροχή αέρα σε αερόφωνα μουσικά όργανα, κν. φυσερό ή φυσούνα
αρχ.
1. ο τεχνίτης που χρησιμοποιεί φυσερό
2. είδος κήτους («ὀρύγων τε καὶ φαλαινῶν καὶ φυσητήρων», Στράβ.)
3. η οπή από την οποία εκτοξεύει η σουπιά το μελάνι της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. -τήρ / -τηρας (πρβλ. κινη-τήρας)].

Middle Liddell

φῡσητήρ, ῆρος, ὁ, φυσάω
an instrument for blowing, blowpipe or tube, Hdt.

Translations

an: mancha; ar: كير; bat_smg: domplės; bg: духало; bn: হাপর; br: megin; ca: manxa; cs: měch; da: blæsebælg; de: Blasebalg; en: bellows; eo: balgo; eu: hauspo; fi: palje; fr: soufflet; gl: fol; he: מפוח; hr: mijeh; id: ubub; is: físibelgur; it: mantice; ja: 鞴; kn: ತಿದಿ; ko: 풀무; ky: көрүк; la: follis fabrilis; lmo: mantes; lt: dumplės; lv: plēšas; ms: hububan; nl: blaasbalg; nn: blåsebelg; no: blåsebelg; pl: miech; pt: fole de ferreiro; sh: mijeh; simple: bellows; sv: bälg; ta: துருத்தி; tr: körük; uk: міх; zh: 风箱

Afrikaans: blaasbalk; Albanian: shakull; Arabic: مِنْفَاخ‎; Armenian: փուքս; Aromanian: foali; Azerbaijani: körük; Bashkir: күрек; Belarusian: сильфон; Bulgarian: духало; Catalan: manxa; Cebuano: tayhop; Chinese Mandarin: 風箱, 风箱; Czech: měch; Danish: blæsebælg; Dutch: blaasbalg; Esperanto: balgo; Estonian: lõõts; Finnish: palkeet; French: soufflet; Friulian: soflet; Galician: fol, barquín; German: Blasebalg; Greek: φυσητήρας, φυσερό, φυσούνα; Ancient Greek: φυσητήρ; Hausa: mafuri, zigazigai; Hungarian: fújtaró; Icelandic: físir, físar, físibelgur, físibelgir; Indonesian: puputan; Irish: boilg; Italian: soffietto, mantice; Japanese: 鞴; Korean: 풀무; Latin: follis; Latvian: plēšas; Lithuanian: dùmplės; Macedonian: мев; Malay: belos, hububan, ubub; Manchu: ᡥᡠᠵᡠᡴᡠ; Maori: pupuhiahi; Mongolian: хөөрөг; Nogai: коьрик; Norwegian Bokmål: blåsebelg; Nynorsk: blåsebelg; Occitan: bufet; Old Irish: bolg; Old Prussian: moasis; Polish: miech; Portuguese: fole; Romanian: foale; Russian: меха, мех, мехи; Serbo-Croatian: mijeh, mȇh; Slovak: mech; Somali: goosimo; Southern Altai: кӧрӱк; Spanish: fuelle; Sudovian: maisis; Swahili: mvukuto, mifua; Swedish: blåsbälg; Tagalog: bubulusan, bulusan, puwelye; Turkish: körük; Ukrainian: міх; Uzbek: bosqon, dam; Venetian: folo, foło, fol, supieto; Vietnamese: bễ; Welsh: megin; White Hmong: lwj; Zulu: izifutho