μεταδοκέω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
change one's opinion, used impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in fear lest they should change their mind, Hdt.5.92.δ', cf. IG12(2).526d5 (Eresus, iv B. C.); ἐπείτε οὕτω μετέδοξε Hdt.4.98; ἂν μεταδόξῃ ποτέ D.20.34: c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι you changed your mind and thought that... Luc.Apol.3: abs. in part., μεταδόξαν αὐτοῖς μὴ ἐκεῖσε πλεῖν D.52.20, cf. D.H.8.10:—Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι since I have changed my mind and resolved not to march, Hdt.7.13.
German (Pape)
[Seite 146] (s. δοκέω), anders meinen; im act. imperf., ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ἐμοί, da es mir so anders beliebt, ich meine Meinung geändert habe, Her. 4, 98; δείσασα, μή σφι μεταδόξῃ, 5, 92, 4; so auch perf. pass., ὡς ὦν μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, da ich meine Ansicht dahin geändert habe, nicht zu Felde zu ziehen, 7, 13; μηδ' ἂν μεταδόξῃ ποτὲ ψηφισαμένους ἐξεῖναι δοῦναι, Dem. 20, 34; Sp., wie Luc. pro merced. cond. 3, μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι; absol., Plut. Crass. 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. μεταδόξω, ao. μετέδοξα, etc.
changer d'avis, seul. impers. : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j'ai renoncé à l'expédition décidée ; μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι LUC tu t'es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.
Étymologie: μετά, δοκέω.
Russian (Dvoretsky)
μεταδοκέω: (только 3 л. в знач. impers.) менять свое мнение, передумывать (ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε Her.): μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Her. я раздумал воевать; μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι Luc. ты передумал, решив, что так лучше.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδοκέω: μέλλ. -δόξω, μεταβάλλω γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα μήπως ἤθελον μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι, μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ ἐκεῖσε πλεῖν Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. μεταβουλεύω.
Greek Monotonic
μεταδοκέω: μέλ. -δόξω, Παθ. παρακ. -δέδογμαι· αλλάζω τη γνώμη μου, κυρίως απρόσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, καθώς φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη γνώμη τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι, άλλαξες τη γνώμη σου και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. μεταδόξαν, όταν άλλαξαν τη γνώμη τους, σε Δημ.· και στην Παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, αφ' ότου έχω αλλάξει τη γνώμη μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -δόξω perf. pass. -δέδογμαι
to change one's opinion:—mostly impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in fear lest they should change their mind, Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι you changed your mind and thought that this was better, Luc.:—part., μεταδόξαν when they changed their mind, Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι since I have changed my mind and resolved not to march, Hdt.