παραχαράσσω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
Att. παραχαράττω,
A re-stamp, i.e. re-value the currency, metaph., Diog.Cyn. ap. D.L.6.20,71, Str. Chr.12.23, Jul. Or.7.211b,c, Suid. s. v. γνῶθι σαυτόν; δεῖ κἀμὲ νόμισμα παρακόψαι καὶ π. τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτείᾳ Alexander Magn. ap. Plu.2.332c; π. τὰ εἰς τὴν δίαιταν set up a new standard of life, Luc.Demon.5.
II esp. debase the currency, οἱ -οντες τὸ νόμισμα, κἂν μέρος λυμήνωνται, τὸ σύμπαν διεφθαρκέναι δοκοῦσιν D.Chr.31.24:—Pass., Harp.s.v. παράσημος ῥήτωρ.
2 metaph., τὰ καθωσιωμένα παρακόπτειν καὶ π., of sabbath-breakers, Ph.2.298, cf. 562, al., Luc.Am.22; π. τὴν πάτριον. ὑπόθεσιν Dam.Pr. 113.
b ὀνόματα κεκαινοτομημένα καὶ -κεχαραγμένα re-minted, i.e. used with new meanings, Aristid.Rh. 1p.508S., cf. Gal.7.834.
German (Pape)
[Seite 508] att. -ττω, falsch prägen, falsch münzen; καὶ παρακόψαι νόμισμα, Plut. de Alex. fort. 1, 10; übertr., οὐ παραχαράττων τὰ εἰς τὴν δίαιταν, ἀλλ' ὁμοδίαιτος ἅπασι, Luc. Demon. 5; auch a. Sp.
French (Bailly abrégé)
marquer d'une fausse empreinte en parl. de monnaies ; falsifier, acc..
Étymologie: παρά, χαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
παραχᾰράσσω: атт. παραχᾰράττω
1 фальсифицировать, подделывать (νόμισμα Plut.);
2 ухудшать: π. τὰ ἐς τὴν δίαιταν Luc. вести жалкий образ жизни.
Greek (Liddell-Scott)
παραχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, χαράττω διὰ ψευδοῦς χαράγματος, παραποιῷ, κιβδηλεύω, Πλούτ. 2. 332Β· γνῶθι σεαυτόν, καὶ τὸ νόμισμα παραχάραξον Χρησμ. παρὰ Σουΐδ., ἴδε Menag. εἰς Διογ. Λ. 6. 20· - συχν. μεταφορ., Φίλων 2. 562, Λουκ. Δημώνακτ. βίος, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχαράσσον· παραλλάσσον, παρασημαῖνον».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν
μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῖον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ.
β. «παραχάραξε την αλήθεια»)
νεοελλ.
απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι παραχαράκτης
μσν.-αρχ.
1. σφραγίζω εκ νέου ή με νέα σφραγίδα, δίνω νέα αξία, νέα τιμή στο νόμισμα («δεῖ κἀμε νόμισμα παρακόψαι καὶ παραχαράξαι τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτεία», Πλούτ.)
2. μτφ. αναπροσδιορίζω, προσδιορίζω νέους όρους («παραχαράττων τὰ εἰς τὴν δίαιταν» — προσδιορίζοντας νέους όρους ζωής, Λουκιαν.)
αρχ.
1. υποβιβάζω, υποτιμώ, εξευτελίζω το νόμισμα («οἱ παραχαράσσοντες τὸ νόμισμα», Δίων Χρ.)
2. μτφ. παραβιάζω, υποβαθμίζω κάτι («τὰ καθωσιωμένα παρακόπτειν καὶ παραχαράσσειν», Φίλ.)
3. γραμμ. μτφ. μεταχειρίζομαι λέξη με άλλη σημασία, διαφορετική από την ορθή («ὀνόματα κεκαινοτομημένα καὶ παρακεχαραγμένα», Αριστείδ.).
Greek Monotonic
παραχᾰράσσω: Αττ. -ττω, χαράσσω με ψεύτικη σφραγίδα, πλαστογραφώ, σε Λουκ.