ἐπικουφίζω

From LSJ
Revision as of 14:22, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικουφίζω Medium diacritics: ἐπικουφίζω Low diacritics: επικουφίζω Capitals: ΕΠΙΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: epikouphízō Transliteration B: epikouphizō Transliteration C: epikoufizo Beta Code: e)pikoufi/zw

English (LSJ)

A lighten a ship by throwing out part of its cargo, Hdt. 8.118 (Pass.): metaph., ἐπικουφίζει ἡ τιμὴ τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι lightens his labours, X.Cyr.1.6.25; τὰς συμφοράς D.23.70; λειτουργίας IG14.1078a; τὴν ταλαιπωρίαν Jul. adThem.253b: c.gen. rei, relieve of a burden, μόχθου E.El.72; τοῦ δέους D.C.43.18:—Med., ταῖς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῖς τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι LXX 4 Ma.9.31.
II. lift up, support, πατρὸς πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ' ἐπικούφιζ' S.Aj.1411 (anap.); ἐπικουφίζω τὴν γῆν lift up the soil,X.Oec.17.13.
2. metaph., lift up, encourage, ἐλπίσι Id.Cyr.7.1.18.
b. ἐπικουφίζω νόον ἀνδρός puff up, in bad sense, Thgn.629.

German (Pape)

[Seite 952] erleichtern, aufheben; σὺ δὲ πατρὸς πλευρὰς σὺν ἐμοὶ ἐπικούφιζε Soph. Ai. 1390; τὴν νῆα ἐπικουφισθεῖσαν Her. 8, 118; ἡ τιμὴ ἐπικουφίζει τι τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι Xen. Cyr. 1, 6, 25; Freunde erleichtern, unterstützen, Plat. Ep. III, 315 d; τὰς συμφοράς Dem. 23, 70; ermuntern, Xen. Cyr. 7, 1, 18; auch τινός, von Etwas erleichtern, z. B. μόχθου Eur. El. 72; ἐπεκούφισεν αὐτοὺς τοῦ δέους D. Cass. 43, 18. – Im schlimmen Sinne, leichtfertig machen, νεότης ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ' ἐξαίρει θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Theogn. 629.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικουφίσω, att. ἐπικουφιῶ;
1 alléger (une fatigue, une infortune, etc.) acc.;
2 soulever légèrement, soulever, acc. ; fig. relever (l'espérance, le courage, etc.).
Étymologie: ἐπί, κουφίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικουφίζω: (fut. ἐπικουφίσω - атт. ἐπικουφιῶ)
1 делать легче, облегчать (νῆα Her.; τοὺς πόνους τινί Xen.; τὰς συμφοράς Dem.; μόχθου Eur.; τοῦ φορτίου Plut.);
2 поднимать (πατρὸς πλευράς = σῶμα Soph.): ἐ. τὴν γῆν Xen. вскапывать землю (при окучивании);
3 возбуждать, ободрять, воодушевлять (τινὰ ταῖς ἐλπίσιν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ: ‒ ἐλαφρύνω, ἐπὶ πλοίου ἔχοντος πολὺ φορτίον ἐν καιρῷ τρικυμίας, τοὺς δὲ (Πέρσας) προσκυνέοντας (τὸν Ξέρξην) ἐκπηδέειν ἐς τὴν θάλασσαν· καὶ τὴν νῆα ἐπικουφισθεῖσαν, οὕτω δὴ ἀποσωθῆναι ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 8. 118· μεταφ., ἐπ. τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι, ἀνακουφίζειν τοὺς κόπους αὐτοῦ, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 25· τὰς συμφορὰς Δημ. 643. 11: ‒ ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., ἐλαφρύνω ἀπὸ βάρους, μόχθου Εὐρ. Ἠλ. 72· τοῦ δέους Δίων Κ. 43. 18. ΙΙ. ὑποβαστάζω, ὑποστηρίζω, σὺ δὲ πατρός γ᾿... θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ᾿ ἐπικούφιζ᾿ Σοφ. Αἴ. 1411· ἐπικουφίσαντες... τὴν γῆν, καταστήσαντες αὐτὴν ἐλαφρὰν διὰ σκαλίσεως, ἐπισκάψαντες, Ξεν. Οἰκ. 17, 13. 2) μεταφ., προξενῶ ἀνακούφισιν, τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῖς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 18. β) καθιστῶ τι ἐλαφρόν, πληρῶ ἀέρος, ἥβη καὶ νεότης ἐπικουφίζει νόον ἀνδρός, πολλῶν δ’ ἐξαίρει θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Θέογν. 629.

Greek Monolingual

ἐπικουφίζω (AM) κουφίζω
μσν.
μέσ. επικουφίζομαι
ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη
αρχ.
1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῖσαν», Ηρόδ.)
2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ ἐπικούφιζε», Σοφ.)
3. κάνω κάτι ελαφρότερο, μετριάζω, ανακουφίζω (α. «ἐπικουφίζει τι ἡ τιμὴ τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι», Ξεν.
β. «δεῖ δή με κἀκέλευστον εἰς ὅσον σθένω μόχθου ‘πικουφίζουσαν ὡς ῥᾷον φέρῃς, συνεκκομίζειν σοι πόνους», Ευρ.)
4. (με δοτ. οργαν.) εμπνέω θάρρος, δύναμη («τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῖς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων», Ξεν.)
5. κάνω κάτι κούφο, ελαφρύνω κάτι, το κάνω ελαφρό, και μτφ. ανόητο
6. μέσ. ἀνακουφίζομαι (με αιτ. του αντικ. και δοτ. του μέσου) κάνω πιο ελαφρό («ταῖς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῖς τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι», ΠΔ)
7. φρ. «ἐπικουφίζω γῆν» — κάνω τη γη ελαφρότερη, τήν αραιώνω με το σκάλισμα, σκάβω.

Greek Monotonic

ἐπικουφίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. ελαφρώνω, ανακουφίζω πλοίο πετώντας μέρος του φορτίου του, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐπ. τοὺς πόνους, ανακουφίζω τους κόπους κάποιου, σε Ξεν.· με γεν. πράγμ., ανακουφίζω, ξαλαφρώνω από βάρος, σε Ευρ.
II. υποβαστάζω, υποστηρίζω, σε Σοφ.· μεταφ., ανακουφίζω, ενθαρρύνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
I. to lighten a ship by throwing out part of its cargo, Hdt.: metaph., ἐπ. τοὺς πόνους to lighten one's labours, Xen.:—c. gen. rei, to relieve of a burden, Eur.
II. to lift up, support, Soph.: metaph. to lift up, encourage, Xen.