ἀπαρακολούθητος

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: ἀπαρακολούθητος Low diacritics: απαρακολούθητος Capitals: ΑΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: aparakoloúthētos Transliteration B: aparakolouthētos Transliteration C: aparakoloythitos Beta Code: a)parakolou/qhtos

English (LSJ)

ἀπαρακολούθητον,
A not to be reached or not to be attained, Tz.adLyc. 5.
II Adv. ἀπαρακολουθήτως = inconsequently, M.Ant.2.16, Plot.4.3.28.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incomprensible (βοή) Tz.ad Lyc.5.
2 de pers. incapaz de seguir con el pensamiento, que no se entera οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.Haer.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran, los bobos Epiph.Const.Haer.51.4 (p.252.18).
II adv. -ως
1 inconsecuentemente c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes Io.28.20 (p.414.23).
2 abs. inconscientemente ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28.

German (Pape)

[Seite 279] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρακολούθητος: -ον, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. ἀλόγιστος, ἀπρονόητος, προπετής, Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, ἐσπευσμένως, ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· οὕτως, ἀπαρακολουθησία, ἡ, προπέτεια, Βασιλ. τ. 1. σ. 406D.

Greek Monolingual

ἀπαρακολούθητος, -ον (AM)
μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος
2. όποιος δεν προνοεί για κάτι
αρχ.
(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα.

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий