ὑποτέμνω

From LSJ
Revision as of 13:39, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτέμνω Medium diacritics: ὑποτέμνω Low diacritics: υποτέμνω Capitals: ΥΠΟΤΕΜΝΩ
Transliteration A: hypotémnō Transliteration B: hypotemnō Transliteration C: ypotemno Beta Code: u(pote/mnw

English (LSJ)

Ion. ὑποτάμνω Aret. CA1.8: fut. -τεμῶ IG (v. infr. b):—
A cut away under or underneath, ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός Il.5.74; ταμὼν ὕπο πυθμέν' ἐλαίης Od.23.204; ὑ. τὰς ἀγκύρας Plu.Ant.32:—Pass., ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων D.ap.Aeschin.3.166; τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος having them cut away below, Luc.Tim.8; ὑποτμηθεὶς τὴν ἰγνύαν hamstrung, Id.Tox.60.
b trim the surtaces of blocks of stone, IG7.3073.110 (Lebad., ii B. C.).
2 cut underhand, i.e. in a cheating way, of a roguish leather-seller, Ar.Eq.316 (troch.).
II cut off, intercept, ὑ. πηγάς Pl.Lg.844a; ὑ. τὴν ἐλπίδα X.HG2.3.34; [τὰς ῥίζας] Diog.Oen.29:—more freq. in Med., ὑποταμέσθαι τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν (sc. αὐτοῖς) Hdt.5.86; ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου I will cut off your way, stop you short, Ar.Eq.291, cf. Arist.Mete.356a27; ὑ. τὸν πλοῦν X.HG1.6.15; ὑποτέμνεσθαί τινας intercept them, Id.Cyr.1.4.19, cf. HG7.1.29; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑ. Aeschin.3.67; τὰς ὁρμάς, τὴν ἐπίνοιαν, Plb.18.38.1, 36.3.1, etc.; forestall, τὴν ἀκόντισιν αὐτῶν.. δρόμῳ.. προσπεσόντες ὑπετέμοντο D.C.38.49; prevent, guard against, ὑποτέμνεσθαι τὸν φόβον (the risk of gangrene, by excision) Paul.Aeg. 6.107; ὑ. τὴν διάγνωσιν prevents, Id.3.78; in pf. Med., ὑποτετμημένος πάσας αὐτῶν τὰς ὠφελείας Plb.5.107.6.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποτεμῶ, ao.2 ὑπέτεμον, etc.
couper en dessous, à la base, à la racine ; p. ext. intercepter : ὑποτάμνεσθαι (ion.) τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν HDT avoir la retraite coupée du côté de la flotte;
Moy. ὑποτέμνομαι intercepter : ταῖς ὁδοῖς τινα ÉL, ou simpl. τινα XÉN couper les routes, les passages devant qqn ; τὸν ἐς Σάμον πλοῦν XÉN intercepter la navigation vers Samos ; fig. τοὺς χρόνους τινός ESCHN enlever à qqn les occasions d'agir ; devancer vivement, prévenir soudainement, acc..
Étymologie: ὑπό, τέμνω.

German (Pape)

ion. ὑποτάμνω (s. τέμνω), darunter od. vorn wegschneiden, heimlich, listig wegschneiden, μὴ ὑποτέμνων πηγὰς ἰδιώτου μηδενός Plat. Legg. VIII.844a; τινὶ τὴν ὁδόν, Einem den Weg listig abschneiden, auch med., ὑποτέμνεσθαί τινι τὰς ὁδούς Ar. Eq. 291; und ὑποτέμνεσθαι ταῖς ὁδοῖς τοὺς διώκοντας Ael. H.A. 7.6; ὑποτεμοῦνται ἡμᾶς Xen. Cyr. 1.4.19; auch τὴν ἐλπίδα, die Hoffnung abschneiden, vereiteln, Hell. 2.3.34, 7.1.29; τὴν ἐπίνοιαν, τὰς ὁρμάς, Pol. 36.1.1, 18.21.1; τὰς ἀγκύρας, kappen, Plut. Ant. 22. – Pass., ὑποτάμνεσθαι ἀπὸ νεῶν, von den Schiffen abgeschnitten werden, Her. 5.86, und Sp., wie Luc. und Plut.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτέμνω: ион. ὑποτάμνω
1 тж. med. подрезывать, перерезывать, подрубать (γλῶσσαν, πυθμέν᾽ ἐλαίης Hom. - in tmesi; ὑ. τὰς ἀγκύρας τῆς νεώς Plut.): ὑποτεμεῖν τῶν πυλῶν τοὺς στρόφιγγας Plut. взломать крюки (городских) ворот; ὑποτμηθεὶς τὴν ἰγνύην Luc. с перерезанными поджилками; τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος Luc. с подрубленными корнями; ὑποτέμνεσθαι τὸν εἰς Σάμον πλοῦν Xen. перерезать морской путь на Самос; ὑποταμέσθαι τινὶ τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν Her. отрезать кому-л. путь к кораблям;
2 перехватывать, отводить к себе (πηγάς τινος Plat.);
3 преимущ. med. пресекать, прекращать, подавлять (τὰς πάντων ὁρμάς Polyb.; τὴν εὐφροσύνην Luc.; τὰς ἐλπίδας τινός Xen.): ὑποτέμνεσθαι τὰς ὁδούς τινος Arph. пресекать чьи-л. поползновения;
4 (о кожевнике), мошеннически срезать (δέρμα βοός Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτέμνω: Ἰων. -τάμνω Ἡρόδ.· μέλλ. -τεμῶ καὶ -τεμοῦμαι. Τέμνω κάτωθεν, ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκὸς Ἰλ. Ε. 74· ταμὼν ὕπο πυθμέν’ ἐλαίης Ὀδ. Ψ. 204· ὑπ. τὰς ἀγκύρας Πλουτ. Ἀντών. 32. - Παθ., ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 77. 26· τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος, ἔχων τὰς ῥίζας τετμημένας κάτωθεν, Λουκ. Τίμ. 8· ὑποτμηθεὶς τὴν ἰγνύην ὁ αὐτ. ἐν Τοξάρ. 60. 2) τέμνω κρυφίως δηλ. ἀπατηλῶς, ἐπὶ ἀπατεῶνος πωλητοῦ δερμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 316. ΙΙ. ἀποκόπτω, διακόπτω, διαφρασάω, διακωλύω, Λατιν. intercipere, intercludere, ὁ βουληθεὶς ἐπὶ τὸν αὑτοῦ τόπον ἄγειν ὕδωρ ἀγέτω μὲν ἀρχόμενος ἐκ τῶν κοινῶν ναμάτων, μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενὸς Πλάτ. Νομ. 844Α· ὑπ. τὴν ἐλπίδα Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 34., 7. 1, 29· - ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ., ὑποταμνομένους τὰ ἀπὸ τῶν νεῶν (ἐξυπακ. αὐτοῖς) Ἡρόδ. 5. 86· ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου, θὰ σὲ ἐμποδίζω εἰς τὸν δρόμον, θά σοι παρέχω κωλύματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 291, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 2, 25· ὑπ. τὸν πλοῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15· ὡσαύτως, ὑποτεμοῦνται ἡμᾶς, θὰ μᾶς ἐμποδίσωσι κόπτοντες τὸν δρόμον μας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 4, 19· ὑπ. τοὺς χρόνους τινὸς Αἰσχίν. 63. 17· τὰς ὁρμάς, τὴν ἐπίνοιαν Πολύβ. 18. 21, 1., 36. 1, 1, κλπ.· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὑποτετμημένος πάσας αὐτῶν τὰς ὠφελείας ὁ αὐτ. 5. 107, 6.

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑποτάμνω Α τέμνω
1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.)
2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῦ βοός», Αριστοφ.)
3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς», Διον. Αλ.
β. «μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενός», Πλάτ.)
4. μτφ. κόβω, ματαιώνω, καταστέλλω (α. «ὑποτέμοι ἂν τὰς ἐλπίδας», Ξεν.
β. «ὑπετέμετο τὰς πάντων ὁρμάς», Πολ.).

Greek Monotonic

ὑποτέμνω: Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ και τεμοῦμαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτᾰμον, Επικ. απαρ. -ταμέειν, παρακ. -τέτμηκα — Παθ., αόρ. αʹ -ετμήθην, παρακ. -τέτμημαι·
1. αποκόπτω, αφαιρώ από κάτω, αφαιρώ κόβοντας, σε Όμηρ. — Παθ., σε Αισχίν.
2. κόβω κρυφά ή παράνομα, λέγεται για πωλητή δερμάτων, σε Αριστοφ.
II. 1. αποσπώ, διακόπτω, σταματώ, σε Ξεν.· ομοίως σε Ηρόδ.· ὑποτέμνεσθαι τὰς ὁδούς, εμποδίζω, φράζω, κλείνω, παρακωλύω τον δρόμο κάποιου, σταματώ κάποιον απότομα, σε Αριστοφ.· ὑποτέμνεσθαί τινα, τον εμποδίζω, σε Ξεν.

Middle Liddell

ionic -τάμνω fut. -τεμῶ fut. -τεμοῦμαι aor2 ὑπ-έτᾰμον epic inf. -ταμέειν perf. -τέτμηκα Pass., aor1 -ετμήθην perf. -τέτμημαι
I. to cut away under, cut away, Hom.: Pass., Aeschin.
2. to cut underhand or unfairly, of a leather-seller, Ar.
II. to cut off, intercept, Xen.: so in Hdt.; ὑποτέμνεσθαι τὰς ὁδούς to cut off one's way, stop one short, Ar.; ὑποτέμνεσθαί τινα to intercept him, Xen.