ἐξοχή

From LSJ
Revision as of 08:06, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοχή Medium diacritics: ἐξοχή Low diacritics: εξοχή Capitals: ΕΞΟΧΗ
Transliteration A: exochḗ Transliteration B: exochē Transliteration C: eksochi Beta Code: e)coxh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐξέχω)
A prominence, ἐξοχὴ κεράτων elevated nature, Arist.PA 663a8; πέτρας LXX Jb.39.28; ζῴων ἐξοχαί embossed figures on shields, D.S.5.30; εἰσοχαὶ καὶ ἐ. S.E.P.1.120, cf. Simp.in Cael.409.13; wart, Dsc.2.104; ἐ. ἀκανθώδεις Id.3.16; also, = ἐξοχάδες, ib.80; extremities of animals, J.AJ3.10.3.
II metaph., pre-eminence, ἐ. in nullo est, Cic.Att.4.15.7; ἀπεργάσασθαι τὴν ἐξοχήν Longin.10.3; δι' ἐξοχὴν μορφῆς Hierocl.p.55 A.; κατ' ἐξοχήν = par excellence, Str.1.2.10, Ph.1.65, A.D.Synt.26.15, OGI764.52 (ii B.C.), etc.; οἱ κατ' ἐξοχὴν τῆς πόλεως leading men, Act.Ap.25.23.

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, das Hervorragen, jede Hervorragung, Erhabenheit, Gegensatz εἰσοχή, Sext. Emp. adv. math. 7, 372. – Bei Medic. Erhöhungen auf der Haut, Beulen, Warzen u. dgl. – Die Spitze, Arist. part. an. 3, 2; Hdn. 4, 15, 6; Vorsprung an Felsen, Sp.; Kante am Becher, Ath. XI, 486 c. – Übertr., κατ' ἐξοχήν, vorzugsweise, Gramm.; ἄνδρες οἱ κατ' ἐξ. ὄντες τῆς πόλεως, die ersten, N.T.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
excellence, supériorité.
Étymologie: ἐξέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοχή:
1 выступ, выпуклость: ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν τύπωσις Sext. выпуклое изображение, рельеф; ἡ τῶν κεράτων ἐ. Arst. роговые наросты, т. е. рога;
2 превосходство, преимущество Cic.: οἱ κατ᾽ ἐξοχὴν ὄντες τῆς πόλεως NT знатнейшие граждане города.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοχή: ἡ, (ἐξέχω) πρᾶγμα προεξέχον ἢ λῆγον εἰς αἰχμήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσοχή· ἡ τῶν κεράτων ἐξοχή Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 1. 120· μέρος ἐξέχων, πρὸς δὲ μυρμηκίας καὶ ἀκροχορδόνας, ἔνιοι ἑκάστης ἐξοχῆς ἐρεβίνθῳ ψαύοντες, κτλ., Διοσκ. 2. 126. ΙΙ. μεταφ., ὑπεροχή, ἐκπρέπεια, Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 15, 7· κατ’ ἐξοχήν, ἐξόχως, Στράβων 21, Γραμμ.· οἰ κατ’ ἐξοχήν, οἱ ἐξέχοντες, οἱ ἐπισημότατοι ἄνδρες, Πράξ. Ἀποστ. κε΄, 23.

English (Strong)

from a compound of ἐκ and ἔχω (meaning to stand out); prominence (figuratively): principal.

English (Thayer)

ἐξοχης, ἡ (from ἐξέχω to stand out, be prominent; cf. ὑπεροχή);
1. properly, in Greek writings any prominence or projection, as the peak or summit of a mountain (ἐπ' ἐξοχή πέτρας, Sept.); in medical writings a protuberance, swelling, wart, etc.
2. metaphorically, eminence, excellence, superiority (Cicero, ad Att. 4,15, 7 ἐξοχή in nullo Esther, pecunia omnium dignitatem exaequat); ἄνδρες οἱ κατ' ἐξοχήν ὄντες τῆς πόλεως, the prominent men of the city, Acts 25:23.

Greek Monolingual

η (AM ἐξοχή)
1. οτιδήποτε προεξέχει από την επιφάνεια σώματος, οργάνου, αντικειμένου ή καταλήγει σε αιχμή («οι εξοχές τών οστών», «ή τῶν κεράτων ἐξοχή»)
2. δερματικά ογκώματα, κρεατοελιές
3. φρ. «κατ' ἐξοχήν» — εξαιρετικά, κυρίως
μσν.- νεοελλ.
η ύπαιθρος, περιοχές έξω από τις πόλεις
νεοελλ.
εξοχική περιοχή, έξω από τις πόλεις, κατάλληλη για παραθερισμό
αρχ.-μσν.
υπεροχή
μσν.
(σε φιλοφρόνηση) η εξοχότητα
αρχ.
1. προεξοχή, ύψωμα
2. πληθ. ἐξοχαί
οι εξοχάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. εξ-έχω, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα (οχ-) του ρ. έχω].

Greek Monotonic

ἐξοχή: ἡ (ἐξέχω), προεξοχή· οἱ κατ' ἐξοχήν, οι εξέχοντες, οι επίσημοι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐξοχή, ἡ, ἐξέχω
prominence: οἱ κατ' ἐξοχήν the chiefmen, NTest.

Chinese

原文音譯:™xoc» 誒克士-哦黑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:出去-有(著)
字義溯源:著名,高位,傑出的,尊貴;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 尊貴的(1) 徒25:23