παράκρουσις
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
παρακρούσεως, ἡ,
A striking falsely, false note, discord, Plu.2.826e (pl.).
2 metaph., cheating, deception, D.23.175; φενακισμὸς καὶ π. Id.24.194.
b fallacy, Arist.Pol. 1263b30, cf. SE175b1 (pl.).
3 delirium, Hp.Prorrh.1.19 (pl.); insanity, Id.Ep.11.
II checking, τοῦ θερμοῦ Arist.Pr.872b29 (nisi leg. κατά-).
German (Pape)
[Seite 485] ἡ, das Danebenschlagen, bes. das falsche Schlagen oder Streichen eines Instruments, vgl. Plut. de unius in rep. domin. 3, τὰς ἄλλας ὥσπερ ἐν τοῖς μο υσικοῖς διαγράμμασι τῶν πρώτων τρόπων ἀνιεμένων ἢ ἐπιτεινομένων συμβέβηκε παρακρούσεις καὶ διαφθορὰς εἶναι. – Dah. übh. das Verfehlen, der Irrtum, Arist. pol. 2, 3 u. a. Sp. Auch Betrug, dem φενακισμός entsprechend, Dem. 24, 194. – Uebtr. wie παρακοπή, Wahnsinn, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
παρακρούσεως (ἡ) :
action de toucher à faux d'un instrument.
Étymologie: παρακρούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράκρουσις, παρακρούσεως, ἡ [παρακρούω] misslag; overdr. onjuist inzicht:; αἴτιον δὲ τῷ Σωκράτει τῆς παρακρούσεως de oorzaak van Socrates' misvatting Aristot. Pol. 1263b30; geneesk. delirium.
Russian (Dvoretsky)
παράκρουσις: παρακρούσεως ἡ
1 толчок, взрыв, вспышка (τοῦ θερμοῦ Arst.);
2 муз. ошибочный удар (по струнам), фальшивый тон (ἐν τοῖς μέλεσι παρακρούσεις Plut.);
3 заблуждение, ошибка Arst.;
4 обман Dem.
Greek (Liddell-Scott)
παράκρουσις: ἡ, ἡ ἐσφαλμένη κροῦσις, ἐσφαλμένος μουσικὸς τόνος, παραφωνία, Πλουτ. 2. 826Ε˙ πρβλ. παράχρωσις. 2) μεταφορ., ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Δημ. 679. 3., 760 ἐν τέλ.˙ - παραλογισμός, Ἀριστ. Πλιτικ. 2. 5, 13, πρβλ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 17, 2. 3) παραφροσύνη, Ἱππ. Προρρ. 68˙ οὕτω, παρακρουσμὸς τῆς διανοίας Μοσχίων περὶ τῶν Γυναικ. Παθῶν 65,4, ἔκδ. Dewez 4) «ἐξαπάτη, ἐμπαιγμός», Σουΐδ. ΙΙ. ἡ ἀναχαίτισις, τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 3. 12.
Greek Monotonic
παράκρουσις: ἡ, παραπλανητικό χτύπημα· μεταφ., απάτη, εξαπάτηση, σε Δημ.· παραφροσύνη, σε Αριστ.
Middle Liddell
παράκρουσις, παρακρούσεως,
a striking falsely: metaph. a cheating, deception, Dem.:— a fallacy, Arist. [from παρακρούω
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=παραφωνία, ἀπάτη). Ἀπό τό παρακρούω (=χτυπῶ ἐσφαλμένα, ἐξαπατῶ) → παρά + κρούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
deception
Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع, خَدْع; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀθέτησις, αἰκάλη, ἀλίσβη, ἀλογία, ἀπαιόλημα, ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, ἀποσκίασμα, βουκόλησις, δελήτιον, διαβολή, διαμύθησις, διάψευσις, διγλωσσία, διέμπαιγμα, διπλῆ, δολιότης, δόλος, δολοφροσύνη, δόλωσις, ἐμπαγή, ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμός, ἐνέδρα, ἐνεδρεία, ἐνέδρευμα, ἔνεδρον, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, κιβδηλεία, κιβδήλευμα, κιβδηλία, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, τὸ δόλιον, τὸ ἐνεδρευτικόν, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם, מִרְמָה; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی: چاوبەست, فڕوفێڵ; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا, فریب; Uyghur: ئالداش; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối