Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μήστωρ

From LSJ
Revision as of 15:15, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Rath" to "Rat")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήστωρ Medium diacritics: μήστωρ Low diacritics: μήστωρ Capitals: ΜΗΣΤΩΡ
Transliteration A: mḗstōr Transliteration B: mēstōr Transliteration C: mistor Beta Code: mh/stwr

English (LSJ)

ωρος (once ορος, v. infr. ΙΙ), ὁ, (μήδομαι)
A advisor, adviser, counselor, counsellor, ὕπατος μήστωρ, of Zeus, Il.8.22, 17.339; θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, of Priam, 7.366; Patroclus, 17.477, Od.3.110; Neleus, 3.409; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.4.328; μήστωρα φόβοιο, of Diomedes, 6.278; of Patroclus, 23.16; μήστωρε φ., of the horses of Aeneas, 5.272, 8.108.
2 in Ion. Prose, skilled assistant to a surgeon, Hp.Mochl.38.
II as adjective, μήστορι σιδάρῳ Tim. Pers.143.

German (Pape)

[Seite 178] ὁ, ωρος (μήδομαι), der Rater, Ratgeber, bes. der klugen Rat giebt, ersinnt; Ζῆν' ὕπατον μήστωρα, Il. 8, 22; oft von klugen Menschen, Πρίαμος u. anderen Heroen, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος, den Göttern gleichwiegender, gleicher Ratgeber, 7, 366. 17, 477 Od. 3, 110 u. sonst; μήστωρ μάχης, der Berather, Lenker der Schlacht, Il. 17, 339, wie die Athener heißen μήστωρες ἀϋτῆς, die Schlachtenkundigen, 4, 328; auch von Patroklus u. Hektor, 16, 759, wie von Peirithous, 14, 318. Auch Pferde heißen μήστωρε φόβοιο, Il. 5, 272, Ersinner, Bewerkstelliger der Flucht; vgl. 8, 108; Diomedes μήστωρ φόβοιο, 6, 97, Hektor u. Patroklos, 12, 39. 23, 16, der Flucht zu erregen weiß. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 qui dirige, particul. conseiller sage, prudent;
2 qui inspire, qui excite.
Étymologie: μήδομαι.

Russian (Dvoretsky)

μήστωρ: ωρος ὁ
1 податель советов, советчик, наставник (Ζεὺς ὕπατος μ. Hom.): Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς Hom. афиняне, опытные в бою;
2 виновник, возбудитель: μ. φόβοιο Hom. нагоняющий страх.

Greek (Liddell-Scott)

μήστωρ: -ωρος, ὁ, (μήδομαι) πρόβουλος, προνοητής, ἐπόπτης, Ὅμ., παρ’ ᾧ ὁ Ζεὺς καλεῖται ὕπατος μήστωρ Ἰλ. Θ. 22., Ρ. 339· καὶ πᾶς ἄλλος διακρινόμενος ἐπὶ φρονήσει καὶ ἐπὶ συνετοῖς βουλεύμασιν, οἷονΠρίαμος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος Η. 366· ὁ Πάτροκλος, Ρ. 477, Ὀδ. Γ. 110· ὁ Νηλεύς, Γ. 409· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, ἐπιστήμονες ἢ ἔμπειροι μάχης, ἐμπειροπόλεμοι, Ἰλ. Δ. 328: ὁ μηχανώμενός τι, ἄξιος νὰ προξενῇ τι, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, ἐπὶ τοῦ Διομήδους, Ζ. 278· ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου, Ψ. 16· μήστωρε φόβοιο, ἐπὶ τῶν ἵππων τοῦ Αἰνείου, Ε. 272., Θ. 108. II. ὡς κύριον ὄνομα, Μήστωρ, γενικ. ορος, Ἰλ. Ω. 257.

English (Autenrieth)

ωρος (μήδομαι): counsellor, deviser; ὕπατος μήστωρ, Zeus, Il. 8.22 ; θεόφιν μ. ἀτάλαντος, of heroes with reference to their wisdom, Od. 3.110, 409; w. ref. to prowess, ἀῦτῆς, φόβοιο, ‘raiser’ of the battle-cry, ‘author’ of flight, Il. 4.328, Il. 6.97.

Greek Monolingual

μήστωρ, -ορος και -ωρος, ὁ (Α)
1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν' ὕπατον μήστωρ' ούδ' εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του
3. αυτός που είναι έμπειρος σε κάτι και ιδίως στη μάχη, ο εμπειροπόλεμος
4. αυτός που είναι άξιος να μηχανεύεται ή να σοφίζεται κάτι
5. επιτήδειος βοηθός χειρουργού
6. ως κύριο όν. Μήστωρ
ένας από τους ήρωες της Ιλιάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήδ-τωρ < θ. μηδ- του μήδομαι «έχω στον νου μου, τεχνάζομαι» με συριστικοποίηση του -δ- προ του -τ- (πρβλ. πιστός < πιθ-τός). Ο τ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε ανθρωπωνύμια σε -μήστωρ (πρβλ. Αγομήστωρ, Θεομήστωρ, Λεω-μήστωρ, Πολυ-μήστωρ) καθώς και σε θηλ. σε -μήστρα (πρβλ. Κλυταιμήστρα, Υπερμήστρα)].

Greek Monotonic

μήστωρ: -ωρος, ὁ (μήδομαι), αυτός που παρέχει συμβουλές, σύμβουλος, σε Όμηρ.· Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς, οι πρωταίτιοι της δίνης της μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, λέγεται για τον Διομήδη, στο ίδ.

Middle Liddell

μήστωρ, ωρος, ὁ, μήδομαι
an adviser, counsellor, Hom.; Ἀθηναῖοι μήστωρες ἀϋτῆς authors of the battle-din, Il.; κρατερὸν μήστωρα φόβοιο, of Diomede, Il.

Translations

counsellor

Afrikaans: berader; Albanian: këshilltar; Bulgarian: съветник; Chamorro: a'akonseha; Chinese Mandarin: 顧問, 顾问; Faroese: ráðgevi; French: conseiller, conseillère; German: Berater, Beraterin; Gothic: 𐍂𐌰𐌲𐌹𐌽𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: σύμβουλος, μήστωρ; Hungarian: tanácsadó; Indonesian: konselor; Japanese: 顧問, 相談役, カウンセラー; Javanese: mantri; Latin: consiliator; Malay: kaunselor; Old English: rǣdbora, wita; Persian: مشاور‎; Romanian: consilier, consilieră, sfătuitor, sfătuitoare, consultant, consultantă; Russian: консультант, консультантка, советник, советница; Scottish Gaelic: neach-comhairle; Swedish: kurator, socialkurator; Tagalog: tagapayo; Ukrainian: радник, радниця; Welsh: cynghorydd

advisor

Afrikaans: raadgewer; Albanian: këshilltar, këshilltare; Arabic: مُسْتَشَار‎, مُسْتَشَارَة‎, نَاصِح‎, نَاصِحَة‎; Armenian: խորհրդատու, խորհրդական; Azerbaijani: məsləhətçi, müşavir; Bashkir: кәңәшсе; Basque: aholkulari; Belarusian: кансультант, кансультантка, дарадца, радца, саветнік; Bengali: অধ্যাপক, পরামর্শক; Bulgarian: съветник, съветничка, съветница, консултант, консултантка; Burmese: အတိုင်ပင်ခံ; Catalan: assessor, conseller; Chamorro: a'akonseha; Chinese Cantonese: 顧問, 顾问; Mandarin: 顧問, 顾问; Min Nan: 顧問, 顾问; Wu: 顧問, 顾问; Czech: poradce, poradkyně, rádce, rádkyně; Danish: rådgiver; Dutch: adviseur, adviseuse, raadgever, raadgeefster; Estonian: nõuandja; Finnish: neuvonantaja; French: conseiller, conseillère; Galician: asesor, conselleiro; Georgian: მრჩეველი; German: Berater, Beraterin, Ratgeber, Ratgeberin; Gothic: 𐍂𐌰𐌲𐌹𐌽𐌴𐌹𐍃; Greek: σύμβουλος; Ancient Greek: σύμβουλος, μήστωρ; Hebrew: יוֹעֵץ‎; Hindi: सलाहकार; Hungarian: tanácsadó; Icelandic: ráðgjafi; Indonesian: penasehat, penasihat; Italian: consigliere, consigliera; Japanese: 顧問, 相談役; Kazakh: кеңесші; Khmer: កុង្សីយ៍; Korean: 고문(顧問); Kurdish Central Kurdish: ئامۆژگار‎; Northern Kurdish: rawêjkar, şêwirmend, amojgar; Kyrgyz: кеңешчи; Lao: ທີ່ປຶກສາ; Latin: conciliator, suasor; Latvian: padomdevējs; Lithuanian: patarėjas; Macedonian: советник, советница; Malay: penasihat; Mongolian Cyrillic: зөвлөгч; Mongolian: ᠵᠥᠪᠯᠡᠭᠴᠢ; Norman: consillieux; Norwegian Bokmål: rådgiver, veileder; Occitan: conselhièr; Old English: rǣdbora, wita; Pashto: سلاکار‎, مشاور‎, سلاګر‎, ناصح‎; Persian: مشاور‎, مستشار‎, ناصح‎; Polish: doradca, doradczyni, konsultant, konsultantka; Portuguese: conselheiro; Romanian: sfătuitor, sfătuitoare; Russian: консультант, консультантка, советник, советница; Serbo-Croatian Cyrillic: саветнӣк, савјетнӣк, саветница, савјетница; Roman: sávetnīk, sávjetnīk, sávetnica, sávjetnica; Slovak: poradca, poradkyňa, radca, radkyňa; Slovene: svetovalec, svetovalka; Sotho: moeletsi; Spanish: consejero, asesor; Swahili: mshauri; Swedish: rådgivare, sakkunnig, konsult; Tagalog: tagapayo; Tajik: мушовир, машваратчӣ, мусташор; Tatar: киңәшче; Thai: ที่ปรึกษา; Turkish: akıl hocası, danışman, müşavir; Turkmen: geňeşçi; Ukrainian: консультант, консультантка, радник, радниця, порадник, порадниця, дорадник, дорадниця; Urdu: صلاح کار‎; Uyghur: مەسلىھەتچى‎; Uzbek: maslahatchi, maslahatgoʻy; Vietnamese: cố vấn; Welsh: cynghorydd, cynghorwr; Yiddish: בעל־יועץ‎, ראָטגעבער‎, קאָנסולטאַנט‎, נאַרײַער‎