ἀμέγαρτος
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ἀμέγαρτον, poet. Adj., (ἀ- priv., μεγαίρω)
A unenviable:
1 mostly of things or conditions, sad, melancholy, πόνος Il.2.420; ἀνέμων.. ἀϋτμή Od.11.400; μάχη Hes.Th.666; ἀμέγαρτα κακῶν E. Hec.192; πάθος Ar.Th.1049 (lyr.), cf. A.Pr.403.
2 undesirable, κρέα AP11.60 (Paul. Sil.); ἄγρη, of fish which follow a wreck, Opp. H.4.412.
3 of persons, unhappy, miserable, ἀμέγαρτε συβῶτα = wretched swineherd! Od.17.219; ἀμεγάρτων φῦλ' ἀνθρώπων h.Merc. 542; ἀ. ποίμνα A.Supp.642 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. desventurado, digno de lástima ἀ. συβῶτα Od.17.219, 21.362, ποίμνα A.Supp.642, ἀμεγάρτων φῦλ' ἀνθρώπων h.Merc.542, ἀμέγαρτε AP 5.280 (Agath.).
2 de cosas lamentable, espantoso πόνος Il.2.420, ἀϋτμή Od.11.400, πάθος Ar.Th.1049, cf. ἀμέγαρτα γὰρ τάδε A.Pr.402, ἀμέγαρτα κακῶν E.Hec.192, ἄχος A.R.3.631, ἀνάγκη Orph.A.12, δύη Orph.A.1065, ἄγρη Opp.H.4.412, κρέα AP 11.60 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 119] unbeneidet; Hom. fünfmal, Iliad. 2, 420 πόνον δ' ἀμέγαρτον ὄφελλεν; Od. 11, 400. 407 ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων αμέγαρτον ἀυτμήν; Od. 17, 219. 21, 362 ἀμέγαρτε συβῶτα; Apoll. lex. Hom. 25, 20 ἀμέγαρτεᾡ οὐκ ἄν τις μεγήρειεν, ὅ ἐστι φθονήσειεν, ζηλώσειεν, ο'ον ἀμέγαρτε ἀφθόνητε· καὶ »πόνον ἀμέγαρτον ὄφελλεν« οἷον ἔργον ἀφθόνητον, ὃ οὐκ ἄν τις ζηλώσειεν διὰ χαλεπότητα; vgl. Buttm. Lexil. 1, 261; – Hes. Th. 666 μάχην δ' ἀμέγαρτον ἔγειραν; unglücklich Aesch. Suppl. 653; Prom. 401 ἀμέγαρτα die Leiden; Eur. Hec. 190 ἀμέγαρτα κακῶν; πάθος ἀμ. Ar. Th. 1049; Paul. Sil. 40 (XI, 60) blutige Opfer ἀμέγαρτα; Hymn. Merc. 542 ἀμεγάρτων φῦλ' ἀνθρώπων; Agath. 19 (V, 280).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'excite pas l'envie, d'où
1 triste, malheureux ; ἀμέγαρτα τάδε ESCHL ces actes, ces rigueurs déplorables;
2 vil, misérable.
Étymologie: ἀ, μεγαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέγαρτος:
1 незавидный, т. е. тяжелый, ужасный, страшный (πόνος, ἀνέμων ἀϋτμή Hom.; μάχη Hes.; πάθος Arph.): ἀμέγαρτα κακῶν Eur. страшные бедствия;
2 жалкий, несчастный (ἄνθρωποι HH; sc. γυνή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέγαρτος: -ον, (α στερητ. μεγαίρω) ποιητ. ἐπίθ., ἀνεπιφθόνητος, ὁ μὴ φθονούμενος: 1) πρὸ πάντων ἐπὶ πραγμάτων ἢ καταστάσεων, λυπηρός, μελαγχολικός, θλιβερός, πόνος Ἰλ. Β. 420· ἀνέμων… ἀϋτμή Ὀδ. Λ. 400· μάχη Ἡσ. Θ. 666. Οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιητ., κακὰ Εὐρ. Ἑκ. 193· πάθος Ἀριστοφ. Θεσμ. 1049, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 401. 2) ἐπὶ προσώπων, δυστυχής, ἄθλιος, ἀμέγαρτε συβῶτα, ὡς ὀνειδισμός, ἄθλιε, κακόμοιρε χοιροβοσκέ, Ὀδ. Ρ. 219· ἀμεγάρτων φῦλ’ ἀνθρώπων Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542· ἀμ. ποίμνα, ἄθλιος ὅμιλος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 641.
English (Autenrieth)
(μεγαίρω): unenviable, dreadful; voc. as term of reproach, miserable, Od. 17.219.
Greek Monolingual
ἀμέγαρτος, -ον (ποιητ.) (Α)
1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός
2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»].
Greek Monotonic
ἀμέγαρτος: -ον (μεγαίρω),
1. αυτός που δε φθονείται· λυπηρός, μελαγχολικός, σε Όμηρ., Ευρ.
2. λέγεται για πρόσωπα, λυπημένος, στενοχωρημένος, θλιβερός, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
μεγαίρω
unenviable:
1. melancholy, direful, Hom., Eur.
2. of persons, unhappy, miserable, Od.