ἐπίκοτος
English (LSJ)
ἐπίκοτον,
A wrathful, vengeful, στάσις Pi.Fr.109.4; μήδεα A.Pr.601 (lyr.); ἐπικότους τροφᾶς.. ἀράς in wrath at the sons he had bred, Id.Th.786 (lyr.). Adv. ἐπικότως = wrathfully, Id.Pr.163 (lyr.).
II. Pass., hateful, S.Fr. 428.
German (Pape)
[Seite 952] zürnend, aufgebracht; στάσις Pind. frg. 228; ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ, gegen die Feinde, Aesch. Ch. 619, vgl. Prom. 604; voll von Groll u. Haß, D. L. 7, 114. – Adv. ἐπικότως, Aesch. Prom. 192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui garde rancune, vindicatif.
Étymologie: ἐπί, κότος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκοτος:
1 гневный, возмущенный (μήδεα Aesch.);
2 враждебный (στάσις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκοτος: -ον, ὁ μετὰ κότου, ὀργῆς γινόμενος, ἐκδικητικός, στάσιν ἐπίκοτον Πινδ. Ἀποσπ. 228· Ἥρας ἐπικότοισι μήδεσι Αἰσχύλ. Πρ. 602· τέκνοις δ᾿ ἀγρίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶς, αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν. Θήβ. 787, ἴδε Ἕρμαν. ‒ Ἐπίρρ. -τως, ἐξωργισμένως, Αἰσχύλ. Πρ. 162. ΙΙ. Παθ., ἐπίμομφος, «ἐπίκοτα· ἐπίμομφα· ἃ πᾶς ἄν τις μέμψαιτο. Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καταπλέοντι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 386), πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 628.
English (Slater)
ἐπῐκοτος], -ον angry στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.
Greek Monolingual
ἐπίκοτος, -ον (Α)
1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.)
2. μισητός, απεχθής.
επίρρ...
ἐπικότως
με οργή, θυμωμένα, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»].
Greek Monotonic
ἐπίκοτος: -ον, οργισμένος, εκδικητικός, σε Αισχύλ.· ἐπίκοτος τροφᾶς, εξοργισμένος έναντι των γιων που ανέθρεψε, στον ίδ.· επίρρ. -τως, οργισμένα, θυμωμένα.
Middle Liddell
ἐπί-κοτος, ον
wrathful, vengeful, Aesch.; ἐπίκοτος τροφᾶς in wrath at the sons he had bred, Aesch.—adv. -τως, wrathfully, Aesch.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso