Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὕσπληγξ

From LSJ
Revision as of 10:05, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",," to ",")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

French (Bailly abrégé)

ηγγος (ἡ ou ὁ)
corde ou barrière qui ferme la carrière avant le départ des coureurs.
Étymologie: ὕσ(τερος), πλήσσω.

German (Pape)

ηγγος, ἡ,
1 ein Seil, das quer vor die Schranken der Wettrenner gezogen war und niedergelassen wurde, wenn man auslaufen sollte; στῆναι ἐφ' ὕσπληγγος, an den Schranken, bereit zum Wettlaufe stehen; ὥσπερ ἀπὸ ὕσπληγος ἀναπεσών Plat. Phaedr. 254e; ἔπεσεν ἡ ὕσπληξ Luc. Tim. 20; παρ' ὑσπλήγεσσιν Philp. 21 (VI.259); ὁ ψόφος ἦν ὕσπληγος ἐν οὔασιν Ep.adesp. 106 (XI.86).
2 die Schlinge des Vogelstellers, Theocr. 8.58. – das Stellholz in der Falle, das, vom Tiere berührt, herunterfällt und so die gespannte Schleife fahren läßt, in welcher das Tier sich fängt, Opp. Ix. 3.18; Theocr. 8.58 und A. – Lycophr. 22 nennt den Anker so. – Man leitet es gew. ab von ὑς-πλήσσω, wie βούπληξ, eigtl. Saustecken, womit die andern Bdtgn nicht zusammenstimmen.

Russian (Dvoretsky)

ὕσπληγξ: ηγγος и ὕσπληξ, ηγος, дор. ὕσπλαγξ, αγγος ἡ
1 стартовая веревка, ристалищный барьер Plat., Plut., Luc., Anth.;
2 силок (κακὸν ὄρνισιν ὕ. Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕσπληγξ: ηγγος, ἡ, (σπανίως ὁ, Παυσ. 6. 20, 13, Εὐστάθ. 598. 25), Δωρικ. ὕσπλαγξ, αγγος, Θεόκρ. 8. 58· ὡσαύτως ὕσπληξ, ηγος, Πλάτ., κλπ. (ἴδε κατωτ.)· δοτ. πληθ. ὕσπληγξιν Πλούτ. 2. 588F, Ἐπικ. ὑσπλήγγεσσι Ἀνθ. Π. 6. 259· Δωρ. ὑσπλᾱγίς, ὃ ἴδε)· ― σχοινίον τεταμένον ὁριζοντίως ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ σταδίου καὶ ἀφιέμενον νὰ πέσῃ ὅταν οἱ ἀγωνιζόμενοι ἔπρεπε νὰ ἐξορμήσωσιν, ἀφετηρία, ὥσπερ ἀπὸ ὕσπληγος ἀναπεσὼν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· ἀπὸ ὕσπληγος θέειν Λουκ. Κατάπλ. 4· ἔπεσεν ἡ ὕσπληξ ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 20, πρβλ. περὶ Διαβολ. 12· ἑστάναι ὥσπερ ἐφ’ ὕσπληγγος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 5, 4· ψόφος ἦν ὕσπληγγος ἐν οὔασι Ἀνθ. Π. 11. 86, πρβλ. Πλούτ. 2. 804Ε. 2) καθόλου, ὅριον, Διον. Π. 121, Συλλ. Ἐπιγρ. 2824. 14· πρβλ. ὑσπλαγίς. 3) καλῴδιον ἀγκύρας ἢ ἄγκυρα, ἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγας, «ἀπὸ γῆς ἀνέσπασαν τὰς ἀγκύρας» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 22. ΙΙ. ἡ παγὶς ὀρνιθοθήρα, Θεόκρ. 8. 58· ὡσαύτως τὸ ῥόπτρον παγίδος, ὅπερ πίπτει μόλις ψαυσθέν, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 18. ΙΙΙ. λέγεται ὡσαύτως ὅτι εἶναι κέντρον χοίρων, (ὗς, πλήσσω), Εὐστ. εἰς Διον. Π. 119. Ἡσύχ., Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙV. πάσσαλος, Ἡσύχ. V. κεράτινος κρίκος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 62 (316 Βεκκῆρ.). (Κατὰ τὸν Κούρτ. ἐκ τοῦ ὑσ- (ὕστερος), πλήσσω, τὸ πλῆττον ἢ ἀποκλεῖον).

Greek Monotonic

ὕσπληγξ: ή ὕσπληξ, ἡ, γεν. -ηγγος και -ηγος, Δωρ. ὕσπλαγξ, -αγγος,
I. σχοινί τραβηγμένο, τεντωμένο κατά πλάτος, οριζοντίως, στην αρχή του σταδίου· αφήνονταν να πέσει όταν οι δρομείς ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, αφετηρία, σε Πλατ., Ανθ.
II. βρόχος ή θηλειά μιας παγίδας πτηνών, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell


I. a rope drawn across the racecourse, let down when the runners were to start, the starting-line, Plat., Anth.
II. the snare or gin of a birdcatcher, Theocr. [deriv. uncertain]