δύσθεος
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
δύσθεον,
A godless, ungodly. A.Ag.1590, Ch.46 (lyr.); ὦ δ. μίσημα S.El.289.
2 miserable, wretched, μισθὸς εὐσεβίης AJA17.170 (Cyrene, written δύσθιον).
Spanish (DGE)
-ον
impío πατήρ A.A.1590, γυνά A.Ch.46, 525, ἐκβολαί A.Supp.422, φρόνημα A.Ch.191, μίσημα S.El.289.
German (Pape)
[Seite 681] gottlos, Aesch. Ch. 46 u. öfter; gottverhaßt, μίσημα, Soph. El. 281.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impie.
Étymologie: δυσ-, θεός.
Russian (Dvoretsky)
δύσθεος: ненавистный богам, нечестивый (Ἀτρεύς Aesch.): δύσθεον μίσημα Soph. нечестивец.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθεος: -ον, ὡς τὸ ἄθεος, ἄνευ θεοῦ, ἀσεβής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1590, Χο. 46, κτλ.· δ. μίσημα, πρᾶγμα μισητὸν εἰς τοὺς θεούς, Σοφ. Ἠλ. 289.
Greek Monolingual
δύσθεος, -ον (Α)
1. ασεβής, άθεος
2. άθλιος, ευτελής, τιποτένιος.
Greek Monotonic
δύσθεος: -ον, άθεος, ασεβής, αθεόφοβος, βλάσφημος, σε Αισχύλ.· μισητός στους θεούς, θεομίσητος, σε Σοφ.
Middle Liddell
δύσ-θεος, ον
godless, ungodly, Aesch.; hateful to the gods, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
unholy
Bulgarian: нечестив; Chinese Dutch: euvel, kwaad, kwaadaardig, boos, boosaardig, slecht, onheilig; Finnish: epäpyhä, jumalaton; French: impie, maléfique; German: unheilig; Gothic: 𐌿𐌽𐌰𐌹𐍂𐌺𐌽𐍃; Greek: ανίερος, ανόσιος; Ancient Greek: ἀμύξανος, ἄναγνος, ἀνίερος, ἀνόσιος, ἀσεβής, ἄσεπτος, ἀφόσιος, δύσθεος, δυσσεβής, κοινός; Hungarian: istentelen, szentségtelen, elvetemült, gonosz; Plautdietsch: onheilich; Romanian: rău, nesfânt, afurisit; Russian: нечестивый, порочный; Spanish: impío; Telugu: అపవిత్రమైన, అపవిత్ర; Turkish: kötü, fena, kem, şeytanî; Volapük: nesaludik