κατόρθωμα
English (LSJ)
κατορθώματος, τό,
A success, opp. εὐτύχημα, Arist.MM1199a13, cf. Plb.1.19.12, Str.15.1.54, D.S.13.22, Plu.Mar.10; of literary style, Longin.33.1, 36.2: pl., opp. ἀποτεύγματα, Phld.Vit.p.35 J.; v.l. for διορθ-, Act.Ap.24.2 (pl.).
2 that which is done rightly, virtuous action, in plural, opp. ἁμαρτήματα, Chrysipp.Stoic.2.295, al., cf. IG5(2).268.15 (Mantinea, i B.C.), etc.; τῶν καθηκόντων τὰ τέλεια, = τὰ κατορθώματα, Stoic.3.134.
3 perfection, τέλος καὶ πέρας καὶ κατόρθωμα Herm.in Phdr.p.173 A., cf. S.E.M.9.16.
4 Gramm., correct use, opp. βαρβαρισμός, Ph.1.124.
German (Pape)
[Seite 1405] τό, das Geradgemachte, Rechtgemachte, Wohlgelungene, das glücklich Vollbrachte; Pol. 1, 19, 12 u. öfter; D. Hal. 5, 44; D. Sic. 5, 20; Plut. Alc. 9 u. a. Sp. – Bei den Stoikern die vollkommenen Pflichten, recte factum, Cic. de fin. 3, 7 offic. 1, 3; Gegensatz ἁμαρτήματα Sezt. Emp. adv. phys. 1, 16.
French (New Testament)
ατος (τὸ) action droite ; action accomplie avec succès, bonheur
κατορθόω
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
κατόρθωμα: κατορθώματος τό
1 успех (τὸ ἄνευ τοῦ λόγου γινόμενα κατορθώματά ἐστιν Arst.; ἡ ἐκ τῶν κατορθωμάτων χαρά Polyb.);
2 честный поступок, доброе дело (τὰ ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα καὶ κατορθώματα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
κατόρθωμα: τό, ἐπιτυχία ἀκολουθοῦσα ὀρθὴν κρίσιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐτύχημα, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 3, 2· ἐν γένει, τὸ καλῶς πραχθέν, ἀνδραγάθημα, Πολύβ. 1. 19, 12, Στράβων, κλ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 251. 2) τὸ ὀρθῶς πραττόμενον, ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ πρᾶξις, τὸ καθῆκον, Λατ. recte factum, Κικ. Fin. 3. 7, Off. 1. 3, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 16.
English (Strong)
from a compound of κατά and a derivative of ὀρθός (compare διόρθωσις); something made fully upright, i.e. (figuratively) rectification (specially, good public administration): very worthy deed.
English (Thayer)
κατορθωματος, τό (κατορθόω to make upright, erect), a right action, a successful achievement: plural of wholesome public measures or institutions, R G; see διόρθωμα); (Polybius, Diodorus, Strabo, Josephus, Plutarch, Lucian). Cf. Lob. ad Phryn., p. 251; (Winer's 25).
Greek Monolingual
το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) κατορθώ
1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ' αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ)
2. γενναία πράξη, ανδραγάθημα, άθλος (α. «μού διηγήθηκε τα κατορθώματά του στον πόλεμο» β. «ἀφῃρέθη γὰρ ὑπό Σύλλα τὴν τοῦ κατορθώματος δόξαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
ειρων. τέχνασμα ή άτοπη πράξη («τά μάθαμε τα κατορθώματά σου»)
μσν.
καλή πράξη
αρχ.
1. η τελειότητα
2. (φιλοσ.) η αγαθή πράξη που πηγάζει από ορθή γνώμη, η τέλεια εκτέλεση του καθήκοντος
3. γραμμ. η ορθή χρήση.
Chinese
原文音譯:katÒrqwma 卡特-哦而拖馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-直立的
字義溯源:完全正直,正,改正,改良,情況良好,順適,更正;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ὀρθός)*=正直的)組成。註:和合本以 (διόρθωμα)代替 (διόρθωμα / κατόρθωμα)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 正(1) 徒24:3
Translations
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה