ἀπαξιόω

From LSJ
Revision as of 10:40, 6 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαξιόω Medium diacritics: ἀπαξιόω Low diacritics: απαξιόω Capitals: ΑΠΑΞΙΟΩ
Transliteration A: apaxióō Transliteration B: apaxioō Transliteration C: apaksioo Beta Code: a)pacio/w

English (LSJ)

A disclaim as unworthy, disown, τι or τινά, Th.1.5, Plb.1.67.13, Plot.5.8.3; ἀ. τινὸς μή, c. inf., Paus. 10.14.6.
2 ἀ. ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Arist.Mu.391a6; but τί τινος deem a thing unworthy of one, Luc.Dom.2:—Med., λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο deemed them unworthy of... banished them from.., A.Eu.367.

Spanish (DGE)

1 considerar indigno c. ac. de pers. σ' ἀπαξιῶν E.El.256, μὴ σεαυτὸν ἀπαξίου M.Ant.5.3
c. ac. y gen. οὐδ' αὑτὴν τῶν καλλίστων ἀπηξίωσεν Arist.Mu.391a6, τῶν ἡδίστων αὑτὸν ἀπαξιοῦν Luc.Dom.2
en v. med. Ζεὺς ... ἔθνος τόδε λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο Zeus rechazó a esa raza como indigna de su audiencia A.Eu.366
c. gen. e inf. ἀπηξίωσεν ἐκείνου μόνου μὴ προσέσθαι τὰ ἀπὸ τῶν Μήδων (la Pitia) solo a aquel desdeñó admitirle el botín tomado a los medos Paus.10.14.6.
2 rechazar como indigno τὸ ἔργον Th.1.5, τὸν Ἄννωνα Plb.1.67.13
no dignarse c. inf. περὶ ὧν δαιμόνων αὐτὸς ἀπαξιῶν λέγειν Athenag.Leg.23.5.

German (Pape)

[Seite 279] für unwürdig halten, τινά τινος Arist. mund. 1, 1; etwas für seiner unwürdig halten, als unwürdig ablehnen, Eur. El. 256; ἔργον Thuc. 1, 5; Sp.; Arr. 1, 23, 8; Pol. 10, 40; Luc. Deor. D. 20, 1; Plut. Crass. 21; τὴν ἀπολογίαν Dion. Hal. 7, 34; es folgt auch μή c. inf. S. Schäf. D. Hal. C. V. p. 38. – Med., τινός, nicht würdigen, Aesch. Eum. 345.

French (Bailly abrégé)

ἀπαξιῶ :
ao. ἀπηξίωσα, pf. Pass. ἀπηξίωμαι;
1 regarder comme indigne;
2 repousser comme indigne, dédaigner;
Moy. ἀπαξιόομαι, ἀπαξιοῦμαι juger indigne (de soi, de sa faveur, etc.).
Étymologie: ἀπό, ἀξιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαξιόω:
1 считать недостойным (τινα Eur.; τί и τινά τινος Arst., Luc.);
2 относиться с пренебрежением, презирать, с презрением отвергать (τινα и τι Thuc., Polyb.; ἀνταγωνιστήν τινα Plut.);
3 тж. med. не удостаивать (τινά τινος Aesch.): ἀ. ἑαυτοὺς καταμιγνύναι τινί Plut. считать ниже своего достоинства общение с кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαξιόω: ἀπορρίπτω ὡς ἀνάξιον, δὲν ἀναγνωρίζω, Λατ. dedignari, τι ἢ τινα Θουκ. 1. 5, Πολύβ. 1. 67, 13, κτλ.: - Ὡσαύτως, ἀπ. μή, μετ’ ἀπαρ., Παυσ. 10. 14, 6. 2) ἀπ. τί τινος, θεωρῶ τι ἀνάξιόν τινος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 1· Λουκ. περὶ τοῦ Οἴκου 2: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο, ἐθεώρησεν αὐτὰς ἀναξίας τῆς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 367: - Παθ., θεωροῦμαι ἀνάξιός τινος, λόγου Κλήμ. Ἀλ. 84.

Greek Monotonic

ἀπαξιόω: μέλ. -ώσω·
I. απορρίπτω, αποκηρύσσω ως ανάξιο, αποποιούμαι, τι ή τινά, σε Θουκ.
II. ἀπαξιόω τί τινος, θεωρώ κάτι ανάξιο για κάποιον, σε Λουκ. — Μέσ., αποκηρύσσομαι, αποπέμπομαι από το σπίτι μου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

I. to disclaim as unworthy, disown, τι or τινα Thuc.
II. ἀπ. τί τινος to deem a thing unworthy of one, Luc.:—Mid. to banish from one's house, Aesch.