ἕρμαιον
English (LSJ)
τό, prop.
A gift of Hermes, i.e. unexpected piece of luck, godsend, windfall, treasure-trove (cf. Ἑρμῆς II), S.Ant.397; ἕρμαιον ἂν ἦν τινι c. inf., Pl.Phd. 107c, R.368d; ἕρμαιον ἂν εἴη ἡμῖν, εἰ.. Id.Smp.176c; ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι Id.Grg.386e; ἕρμαιον ἡγήσασθαι, ποιεῖσθαί τι, Id.Smp. 217a, Grg.489c; νομίζειν D.38.6.
2 = ἕρμαξ, Sch.Od.16.471.
3 barrow, tomb, Papersof Amer. School 3 Nos.501,585 (Tymandos).
4 = ἠρύγγη, Ps.-Dsc.3.21; = ἀλόη, ib.22.
II Ἕρμαια (sc. ἱερά), τά, festival of Hermes, Pl.Ly.206d, Aeschin.1.10, IG22.1227 (ii B.C.), Durrbach Choix d' inscrr. de Délos 117 (ii B.C.).
2 Ἕρμαιον, τό, temple of Hermes, SIG546 B6 (Melitaea, iii B.C.), Schwyzer709 (Ephesus, iii B. C.), al. (Prop. neut. of Ἑρμαῖος, but as substantive proparox., Hdn.Gr.1.369.)
German (Pape)
[Seite 1032] τό, der Fund, ein unverhoffter Vortheil od. Gewinn, den man dem Hermes zuschrieb, ἔστ' ἐμὸν θοὔρμαιον Soph. Ant. 393; ἕρμαιον ἂν ἦν τοῖς κακοῖς ἀποθανοῦσι ἀπηλλάχθαι, es wäre ein Gewinn für sie, Plat. Phaed. 107 c; οἶμαι τοιούτῳ ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι Gorg. 486 e; ἕρμαιον τοῦτο ποιούμενος 489 b; καὶ εὐτύχημα Conv. 217 a; Folgde, wie Luc. Hermot. 52; κοινὸν ἕρμαιον Dem. enc. 2. Eigtl. neutr. von
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bonne aubaine, trouvaille, heureuse découverte procurée par Hermès : ἕρμαιον ἂν ἦν τινι avec l'inf. PLAT ce serait une aubaine pour qqn de, etc.
Étymologie: Ἑρμῆς.
Russian (Dvoretsky)
ἕρμαιον: τό (in crasi θοὔρμαιον) «дар Гермеса», т. е. неожиданная удача Soph., Dem., Luc., Plut.: ἑρμαίῳ ἐντυγχάνειν Plat. набрести на счастливую находку.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρμαιον: τό, κυρίως δῶρον τοῦ θεοῦ Ἑρμοῦ, δηλ. ἀπροσδόκητος τύχη, εὕρημα θεόπεμπτον (ἴδε ἐν λ. Ἑρμῆς ΙΙ), Σοφ. Ἀντ. 397· ἕρμαιον ἂν ἦν τινι, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 107C· ἕρμ. ἂν εἴη ἡμῖν εἰ… ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176C· ἑρμ. ἂν ἐφάνη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 368D ἑρμαίῳ ἐντυγχάνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486E· ἕρμ. ἡγεῖσθαι ἢ ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217Α, Γορ. 489C· νομίζειν Δημ. 986. 16: πρβλ. εὕρημα ΙΙ. 2) ἕρμαξ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἕρμακες. ΙΙ Ἕρμαια (δηλ. ἱερά, τά, ἑορτὴ ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Πλάτ. Λύσ. 206D, Αἰσχίν. 2. 22. Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 7. (Κυρίως οὐδ. τοῦ Ἑρμαῖος, ἀλλ’ ὡς οὐσιασ. προπαροξύνεται, Στέφ. Βυζ ἐν λέξ. ἀγαθή, Εὐστ. Ὀδ. 1809. 43· ― κατὰ τὸν Σχολ. τοῦ Λουκ. ἐν Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 12, «ἕρμαιον τὸ εὕρημα προπαροξυτόνως· τὸ δὲ Ἑρμοῦ κτητικὸν προπερισπᾶται».
Greek Monotonic
ἕρμαιον: τό, θεόσταλτο δώρο, απροσδόκητη τύχη, θεόπεμπτο αγαθό, το οποίο θεωρείτο δώρο του θεού Ερμή, σε Σοφ., Πλάτ.· Ἕρμαια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή προς τιμή του Ερμή, σε Αισχίν.
Frisk Etymological English
See also: s. Ἐρμῆς.
Middle Liddell
ἕρμαιον, ου, τό,
a god-send, wind-fall, reputed to be a gift of the god Hermes, as in Latin of Hercules, Soph., Plat.; Ἕρμαια, (sc. ἱερά), τά, a feast of Hermes, Aeschin.
Frisk Etymology German
ἕρμαιον: {hérmaion}
See also: s. Ἑρμῆς.
Page 1,563
Mantoulidis Etymological
(=ἀπροσδόκητο εὔρημα, κελεπούρι). Ἀπό τό Ἑρμῆς (σάν θεός τῶν δώρων). Δές για ἄλλα παράγωγα στή λέξη Ἑρμῆς.
Translations
tomb
Albanian: varr; Arabic: قَبْر, ضَرِيح; Egyptian Arabic: تربة; Moroccan Arabic: قبر; Aramaic Classical Syriac: ܩܲܒ݂ܪܵܐ; Turoyo: ܩܰܘܪܳܐ; Armenian: դամբարան; Aromanian: tumbã, murmintu; Azerbaijani: məzar; Bashkir: ҡәбер; Belarusian: грабні́ца, магі́льня; Bulgarian: гробница; Burmese: ဂူ; Catalan: tomba; Chichewa: manda; Chinese Cantonese: 墳墓, 坟墓; Mandarin: 墳墓, 坟墓, 墓葬, 宅兆; Czech: hrobka; Dutch: tombe; Esperanto: tombo; Faliscan: cela; Finnish: hauta, hautakappeli, hautakammio; French: tombe, tombeau; Friulian: tombe; Galician: túmulo, sepulcro, tumba; Georgian: საფლავი; German: Grabmal, Gruft; Greek: τάφος, ταφικό μνημείο; Ancient Greek: ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου; Hindi: क़ब्र; Hungarian: sír; Ido: tombo; Irish: tuama; Italian: tomba; Japanese: 墓, 墳墓; Kazakh: қабір; Khmer: ផ្នូរ, លេណក; Korean: 무덤, 분묘; Kurdish Northern Kurdish: mezel; Kyrgyz: мүрзө; Lao: ຂຸມຝັງສົບ, ຂຸມຜີ, ຂຸມເຮ່ວ; Latin: bustum; Macedonian: гробница; Malay: makam; Maore Comorian: kaɓuri; Maori: toma, toma tūpāpaku; Mongolian: бунхан; Norman: sépultuthe; Occitan: tomba; Persian: مزار, آرامگاه,قبر; Polish: grobowiec; Portuguese: túmulo, tumba, jazigo; Romanian: mormânt; Russian: гробница, склеп; Sardinian: molimentu, morimentu, molumentu, mulimentu, murimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̏бница; Roman: grȍbnica; Slovak: hrobka; Slovene: grobnica; Sorbian Lower Sorbian: rownišćo, krypta; Spanish: tumba; Tajik: мақбара, қабр; Tetum: rate; Thai: ที่ฝังศพ; Turkish: mezar; Ugaritic: 𐎃𐎌𐎚; Ukrainian: гробниця; Urdu: قبر; Uzbek: maqbara, qabr; Vietnamese: mộ, lăng tẩm, phần mộ; Walloon: tombe; Welsh: bedd, beddrod; Yámana: wannače; Zazaki: mezel
windfall
Bulgarian: неочакван късмет; Chinese Mandarin: 意外之財, 意外之财, 暴利; Finnish: jättipotti; French: aubaine; German: warmer Regen, Geldregen; Ancient Greek: ἕρμαιον, εὕρημα, εὕρεμα; Hungarian: talált pénz, váratlan/rendkívüli/nem várt/nem tervezett/ölébe pottyant szerencse/ajándék/segítség/haszon/nyeremény/bevétel/többlet; Icelandic: hvalreki; Irish: amhantar; Italian: cuccagna; Japanese: 僥倖; Macedonian: му падна секирата во мед; Maori: kurapae; Norwegian: uventet hell; Polish: gratka; Russian: неожиданная удача; Thai: ลาภลอย; Turkish: devlet kuşu, talih kuşu