ἀπάγχω
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
strangle, throttle, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Od.19.230; γαλῆν ἀ. Ar.Pax795, cf. Plu.Mar.27, Luc.Lex.11; ὃ μάλιστά μ' ἀπάγχει chokes me with anger, Ar.V.686:—Med., aor. ἀπηγξάμην, and Pass., hang oneself, to be hanged, Archil.67, Hdt.2.131, Hp.Aph.2.43, A.Supp.465, And.1.125, Philem.130, etc.; ἐκ δένδρων Th.3.81; ὥστε μ' ἀπάγχεσθ' am ready to choke, Ar.Nu.988; ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Arr.Epict.2.20.31.
Spanish (DGE)
1 estrangular, ahogar, ahorcar νεβρόν Od.19.230, γαλῆν Ar.Pax 795, σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ τέκνα Plb.16.34.9, τὰ νήπια τῶν τέκνων Plu.Mar.27, ἑαυτόν Luc.Lex.11, en v. pas., Hp.Aph.2.43
•en v. med. ahorcarse ἄξιον Ἐφεσίοις ... ἀπάγξασθαι Heraclit.B 121, ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος Hdt.2.131, ἐκ τῶν δένδρων τινὲς ἀπήγχοντο Th.3.81, οὐκ ἀπάγξομαι τάχυ; ¿no me colgaré enseguida? Men.Sam.91, cf. A.Supp.465, And.Myst.125, Philem.130, Arist.Pr.955a8, Phld.Mort.38.37, Plu.2.10c, Artem.2.50, Arr.Epict.2.20.31, LXX 2Re.17.23, To.3.10.
2 sofocar, irritar ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar.V.686
•en v. med. angustiarse ὥστε μ' ἀπάγχεσθαι Ar.Nu.988
•fig. maltratar en v. pas. σὺ γὰρ δὴ παρὰ φίλων ἀπάγχεαι Archil.211.8.
3 v. Ἀπαγχομένη y Ἀπαγχόμενος.
German (Pape)
[Seite 274] erdrosseln, Od. 19, 230; übh. quälen, ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar. Vesp. 686. – Med., sich erhenken, Ar. Nub. 975; Andoc. 1, 125; Xen. Cyr. 3, 1, 25 u. A.; ἀπάγξασθαι Her. 7, 232; ἀπαγξαίμην Ar. Nub. 776; ἐκ τῶν δένδρων, an den Bäumen, Thuc. 3, 81, wie Aesch. Suppl. 460.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπῆγξα;
étrangler, étouffer;
Moy. ἀπάγχομαι (ao. ἀπηγξάμην) se pendre.
Étymologie: ἀπό, ἄγχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάγχω: (aor. ἀπῆγξα) удавливать, душить (τινά Hom., Arph.; τινὰ ταῖς χερσίν Plut.; ἑαυτόν Luc.); med. удавливаться Her., Xen., Arph., Arst., Plut., вешаться (ἔκ τινος Aesch., Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάγχω: μέλλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Ὀδ. Τ. 230· γαλῆν ἀπ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 796, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 27, Λουκ. Λεξιφ. 11· ὅ μάλιστά μ’ ἀπάγχει, μὲ πνίγει, μὲ κάμνει νὰ σκάνω, Ἀριστοφ. Σφ. 686: ― Μέσ. καὶ παθ., ἀπαγχονίζω ἐμαυτόν, ἀπαγχονίζομαι, Ἀρχίλ. 61. Ἡρόδ. 2. 131, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Aἰσχύλ. Ἱκ. 465, Ἀνδοκ. 16. 28· ἐκ δένδρων Θουκ. 3. 81· ὥστε μ’ ἀπάγχεσθ’, ἤμην ἕτοιμος νὰ κρεμασθῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 988· ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 31.
English (Autenrieth)
English (Thayer)
(cf. Latin angustus, anxius, English anguish, etc.; Curtius, § 166): 1st aorist middle ἀπηγξαμην; to throttle, strangle, in order to put out of the way (ἀπό away, cf. ἀποκτείνω to kill off), Homer, Odyssey 19,230; middle to hang oneself, to end one's life by hanging: Aeschylus down.)
Greek Monolingual
ἀπάγχω (Α)
1. στραγγαλίζω, πνίγω
2. (-ομαι) αυτοκτονώ με απαγχονισμό.
Greek Monotonic
ἀπάγχω: μέλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την οργή μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., απαγχονίζω τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην αγχόνη, απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι έτοιμος να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to strangle, throttle, Od., Ar.; to choke with anger, Ar.:—Mid. and Pass. to hang oneself, to be hanged, Hdt., Attic: to be ready to choke, Ar.
Chinese
原文音譯:¢p£gcomai 阿普-昂何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-緊壓 相當於: (חָנַק)
字義溯源:自己吊死,吊死,自縊;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出)與(ἀγρυπνία)X*=扼喉)組成;其中 (ἀγρυπνία)X出自(ἀγκάλη)=手臂),而 (ἀγκάλη)又出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 吊死了(1) 太27:5
Léxico de magia
ahorcar βαυκύων, ἐξορκίζω σε, Κέρβερε, κατὰ τῶν ἀπαγξαμένων καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν βιαίως τεθνηκότων perro ladrador, te conjuro, Cérbero, por los ahorcados, los difuntos y los que han muerto violentamente P IV 1912
Lexicon Thucydideum
suspendere se, to hang oneself, 3.81.3, 4.48.3.