ἀναίρεσις
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A taking up or taking away, especially of dead bodies for burial, ὀστέων E.Or.404; νεκρῶν Th.3.109,113; οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν 2.34, cf. Antipho 5.68, Lys.2.7; ἀναίρεσιν δοῦναι E.Supp.18; in a sea-fight, νεκρῶν ἢ ναυαγίων ἀναίρεσις Th.7.72; τῶν ναυαγῶν X.HG1.7.5.
2 taking up, ἀναίρεσις καὶ θέσις ὅπλων Pl.Lg.814a, cf. Antipho 3.3.6.
3 undertaking, ἔργων Pl.Lg.847b.
II destruction, X.HG6.3.5; τειχῶν καὶ πόλεων D.19.141; φθορὰ ἡ κατ' ἀναίρεσιν Stoic.3.266.
2 slaying, putting to death, LXX Nu.11.15, J.AJ5.2.11, Plu.2.1051d; banishment, Hp.Decent.2.
3 repeal, δογμάτων Plu.Cic.34; quashing of indictment, Hermog.Stat.3.
4 direct confutation of arguments, opp. διαίρεσις (confutation by drawing a distinction), Arist.SE183a10; destruction (by argument), τινός Phld.Sign.12.
5 Astrol., = ἀκτινοβολία, Thrasyll. ap. Porph.in Ptol.189.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I recogida ὅπλων Pl.Lg.814a, cf. Antipho 3.3.6, ὀστέων E.Or.404, νεκρῶν Th.3.109, Lys.2.7, Isoc.14.54, Plb.1.81.2, Plu.2.193b, τῶν ναυαγῶν X.HG 1.7.5, cf. Th.7.72, prob. de materiales de construcción IG 4.823.75 (Trezenia IV a.C.)
•abs. recogida de los muertos οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν Th.2.34, cf. Isoc.12.170, ἀναίρεσιν δοῦναι dar una tregua para la recogida de los muertos E.Supp.18.
II acción de emprender ἔργων Pl.Lg.847b.
III 1destrucción, aniquilamiento de ciudad Πλαταιῶν καὶ Θεσπιῶν X.HG 6.3.5, τειχῶν καὶ πόλεων D.19.141
•de pers. asesinato, muerte τοῦ Μάγα καὶ τῆς Βερενίκης Plb.5.36.1, ἀπόκτεινόν με ἀναιρέσει LXX Nu.11.15, αὐτοῦ Act.Ap.8.1, τῶν ὁπλιτῶν I.AI 5.165, cf. Plu.2.1051d, ἐπὶ δὲ ἀναιρέσεως λέγε para quitar de enmedio a alguien, di, PMag.4.2498
•desaparición de los sofistas ἐκ τῶν πόλεων Hp.Decent.2
•anulación de decretos, etc. τῶν τιμῶν Plb.28.7.5, νόμων D.H.10.4.2, δογμάτων Plu.Cic.34, τῆς γραφῆς Hermog.Stat.p.21, δικαιολογίας PSI 76.9 (VI a.C.)
•supresión τῆς ἐπεχούσης ποιότητος Boeth.Stoic.3.266.
2 fil. refutación directa en Arist. op. διαίρεσις Arist.SE 183a10
•en gener. invalidación τοῦ κενοῦ Phld.Sign.12.11
•gram. neutralización del valor temporal del verbo en pasado cuando se acompaña de κεν o ἄν Sch.D.T.292.5
•exclusión del Hijo en la Trinidad, Ath.Al.M.26.333B, Thdr.Mops.M.66.917C
•de doctrinas y creencias religiosas negación τοῦ τεθέντος Gr.Nyss.Eun.1.648.
IV astrol. aspecto por la izquierda Thrasyll. en Porph.in Ptol.189.
German (Pape)
[Seite 189] ἡ, das Aufheben, θέσις καὶ ἀν. ὅπλων Plat. Legg. VII, 814 d; ἔργων, Übernahme, VIII, 847 b; bes. a) νεκρῶν, Aufnahme u. Bestattung der Todten; δοῦναι, gestatten, Lys. 2, 7; Pol. 6, 84; ohne νεκρῶν, Eur. Suppl. 18; Thuc. 2, 34. 3, 24; – b) Zerstörung, Xen. Hell. 6, 3, 4; Ermordung, Ios. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d'enlever (des morts après un combat, des ossements d'un bûcher, etc.);
2 action d'enlever, de faire disparaître ; destruction (de villes, de remparts) ; abrogation de lois;
NT: meurtre, assassinat ; mise à mort.
Étymologie: ἀναιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίρεσις: εως ἡ
1 подбирание, уборка (преимущ. павших на поле сражения); погребение (νεκρῶν Thuc., Lys., Polyb.; ὀστέων Eur.; τῶν πεσόντων Plut.);
2 надевание (θέσις καὶ ἀ. ὅπλων Plat.);
3 принятие на себя (ἔργων Plat.);
4 уничтожение, разрушение, истребление, разорение (Πλαταιέων Xen.; τειχῶν καὶ πόλεων Dem.);
5 свержение (τυράννων Plut.);
6 изъятие, отмена (ὑπατείας, δογμάτων καὶ πράξεων Plut.);
7 лог. полное снятие (аргумента), опровержение, прямое отрицание Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίρεσις: -εως, ἡ, τὸ ἀναιρεῖν, σηκώνειν, «σήκωμα», ἰδίως ἐπ’ νεκρῶν σωμάτων ἢ ὀστῶν πρὸς ταφήν, ὀστέων Εὐρ. Ὀρ. 404˙ νεκρῶν Θουκ. 3. 109, 113˙ οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν, πρὸς ἀνακομιδήν, ὁ αὐτὸς 2. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 26, Λυσ. 191. 11˙ ἀναίρεσιν δοῦναι Εὐρ. Ἱκ. 18: - οὕτως ἐπὶ ναυμαχίας, ναυαγίων ἀναίρ. Θουκ. 7. 72˙ τῶν ναυαγῶν Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 2) τὸ λαμβάνειν, ἀναίρ. καὶ θέσις ὅπλων Πλάτ. Νόμ. 814Α, πρβλ. Ἀντιφῶντα 123. 9. 3) ἐπιχείρησις, ἔργων Πλάτ. Νόμ. 847Β. ΙΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 5˙ τειχῶν καὶ πόλεων Δημ. 385. 3˙ ἀναίρεσις, ἄρσις νόμων, Πλουτ. Κικ. 34. 2) θανάτωσις, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ια΄, 15, Μακκ. Β. ε΄, 13), Πράξ. η΄, 1, κβ΄, 20, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Πλούτ. ΙΙ. 1051D, Πολυδ. ς΄, 192 καὶ ἀλλαχοῦ˙ ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «ἀναίρεσις, ἡ τῆς κάρας ἐκτομή, καὶ ἄλλως θανατῶσαι.» 3) ἀνασκευή, ἀναίρεσις ἐπιχειρημάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διαίρεσις, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 33. 7.
English (Strong)
from ἀναιρέω; (the act of) killing: death.
English (Thayer)
(εως, ἡ (from ἀναιρέω, 2, which see), a destroying, killing, murder, 'taking off': Rec. (the Sept. only in Xenophon, Hell. 6,3, 5; Herodian, 2,13, 1.)
Greek Monotonic
ἀναίρεσις: -εως, η,
I. περισυλλογή νεκρών σωμάτων (πτωμάτων) για ταφή, σε Ευρ., Θουκ.· ομοίως, σε ναυμαχία, ναυαγίων ἀν., σε Θουκ.
II. καταστροφή, σε Ξεν., Δημ.· κατάργηση των νόμων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀναιρέω
I. a taking up of dead bodies for burial, Eur., Thuc.:—so, in a sea-fight, ναυαγίων ἀν. Thuc.
II. destruction, Xen., Dem.: abrogation of laws, Plut.
Chinese
原文音譯:¢na⋯resij 安-埃雷西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向上-舉起(著)
字義溯源:殺死,謀害,死亡,奪去,處死,被害;源自(ἀναιρέω)=拿起);由(ἀνά)*=上,上到)與(αἱρέομαι)*=取為己有,挑選)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 將他處死(1) 徒22:20;
2) 被害(1) 徒7:60
English (Woodhouse)
picking up for burial, recovery of the dead after a battle
Lexicon Thucydideum
collectio, gathering together (interfectorum of the slain) ad sepulturam, for burial, 2.34.3, 3.24.3, 3.109.1, 3.113.1, 5.11.3, 7.72.2.