σχέτλιος

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχέτλιος Medium diacritics: σχέτλιος Low diacritics: σχέτλιος Capitals: ΣΧΕΤΛΙΟΣ
Transliteration A: schétlios Transliteration B: schetlios Transliteration C: schetlios Beta Code: sxe/tlios

English (LSJ)

α, ον, fem.

   A σχετλίη Il.3.414, Od.23.150; σχέτλιαι 4.729; rarely σχέτλιος, ον E.IT651 (lyr.): (σχεθ-εῖν, v. Σχέθω).    I of persons, able to hold out, unwearying, unflinching, σ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις Il.10.164; σ. εἰς, Ὀδυσεῦ· περί τοι μένος οὐδέ τι γυῖα κάμνεις Od.12.279.    2 mostly in bad sense, flinching from no cruelty or wickedness, merciless, headstrong, in Hom. mostly of heroes, as Achilles, Il.9.630, 16.203; Hector, 17.150, 22.86; Patroclus, 18.13; Odysseus, Od.11.474, al.; Heracles, Il.5.403; σ., οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατ' Od.21.28; of the Cyclops, 9.351,478; of Zeus, Il.2.112, Od. 3.161; of the gods generally, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, Il.24.33, Od.5.118; of Cronos, Hes.Th.488; of Odysseus and his companions, σχέτλιοι, οἳ . . Od.12.21; of women, 4.729, al.: so also in Att. of men, wicked, πῶς ἂν ἄνθρωποι -ώτεροι ἢ ἀνομώτεροι γένοιντο; Antipho 6.47, cf. D.30.36; -ώτατος And.1.124, Isoc.5.103, etc.; σ. καὶ ἀναιδής D.19.16, etc.; of wild beasts, ὅσα σ. καὶ ἀνιηρά savage, Hdt.3.108.    3 miserable, wretched, A.Pr.644; freq. with a notion of contempt, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν O most wretched fool! Hdt.3.155; ὦ σχέτλιε S.Ph.369,930, E. Alc.824; ὦ σχετλία S.Ant.47: sts. c. gen., ὦ σχετλία . . τῶν πόνων because of sufferings, E.Hec.783, cf. Alc.741 (anap.), Andr.1179 (lyr.). --This sense of miserable never occurs in Hom.; in Il.3.414, 18.13, the sense of headstrong should be retained.    II of things, first in Od., ὕπνος σ. cruel sleep, during which Odysseus was betrayed by his companions, 10.69; and in the phrase σ. ἔργα, cruel, shocking, abominable doings, 9.295, 22.413 (= ἀτασθαλίαι v. 416); opp. δίκη and αἴσιμα ἔργα, 14.83, cf. Hes.Op.238, Thgn.733, Hdt.6.138, etc.; σ. πέπονθα πράγματα Ar.Pl.856; τοῦτο δὴ τὸ σ. πάθημα X.An.7.6.30; also σχέτλια alone, σχέτλια παθεῖν E.Supp. 1074 (lyr.), IA932, etc.; σ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Pl.Grg.467b; σ. καὶ δεινά Ar.Ra.612; δεινὰ καὶ σ. πείσεται Isoc.18.35, cf. E.Cyc.587; σχέτλιον shocking, h.Ven.254; σ. γε Ar.Lys.498 (anap.); ὃ δὲ πάντων -ώτατον Isoc.6.56; also σχέτλια [ἐστί], c. acc. et inf., hard, S.Aj. 887 (lyr.).    III Adv. -ίως Isoc.19.31: Sup. -ιώτατα f.l. in S.Tr. 879. [Hom. always puts σχέτλιος emphatically at the beginning of a line, exc. once in fem., Il.3.414; and twice in neut., Od.14.83, 22.413. He always uses the 1st syll. long, exc. in Il.3.414, where σχετλίη has the first syll. short, as in E.Andr.1179 (lyr.), Cyc.587, al., and Ar. ll.cc.]

German (Pape)

[Seite 1055] bei den Att. auch zweier Endgn, Eur. I. T. 651, eigtl. von ἔχω, σχεῖν, wie die Alten schon erklären: σχετικός, καρτερικός, der Etwas aushält od. unternimmt, thatkräftig, verwegen, nicht nachgebend, immer mit dem Nebenbegriffe des Uebermäßigen, Ungeheuren, Schrecklichen, staunend u. gew. tadelnd; als Beiwort des Zeus, grausam, verderblich, Il. 2, 112. 9, 19 Od. 3, 161; des Kronos, Hes. Th. 488; der Götter übh., Il. 24, 33 Od. 5, 168; des Schlafes, der zum Unglücke gereicht, 10, 69; häufig von gewaltig starken Menschen, die von ihrer Kraft einen für Andere verderblichen Gebrauch machen, bes. auch kampflustig sind, wie der Kyklop, Achilleus, Diomedes, Hektor, Il. 5, 403. 9, 630. 16, 203. 17, 150. 18, 13. 22, 41. 86 Od. 9, 351. 478. 11, 474. 12, 21. 116. 279. 13, 293. 20, 45; das fem. σχετλίη Il. 3, 414 Od. 23, 150, als Beiwort der Eris bei Hes. O. 15 Sc. 149, im plur. Od. 4, 729. Auch Nestor heißt σχέτλιος, wegen seiner unermüdlichen Thätigkeit, Il. 10, 164, wo als Erklärung dabeisteht σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις, also nicht der elende, unglückliche, wie man hier u. Il. 18, 13 meint; vgl. noch Od. 12, 279, σχέτλιος εἶς, Ὀδυσεῦ, πέρι τοι μένος, οὐδέ τι γυῖα κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοίγε σιδήρεα πάντα τέτυκται, und, wo die frevelnde Verwegenheit geschildert wird, σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατο, 21, 28. Vgl. auch Soph. Ant. 47 Phil. 369 Eur. Alc. 827 El. 1152. – Oefter von wilden Thieren, Her. 3, 108. – Von Sachen ist in der Il. das Wort gar nicht gebraucht, in der Od. u. bei Hes. σχέτλια ἔργα, frevelhafte, entsetzliche, grausame Thaten, Od. 9, 295, als Ggstz von δίκη u. αἴσιμα ἔργα 14, 83; gleichbedeutend mit ἀτασθαλίαι, 22, 413; σχέτλια ἔργα auch Her. 6, 138; σχέτλια λέγειν καὶ ὑπερφυῆ, Plat. Gorg. 467 b; σχετλιώτατον ἔργον, Lys. 13, 93, vgl. Dem. Lpt. 156, 24. 31. – Bei den Att. gew. unglücklich: Aesch. Prom. 647 u. a. Tragg.; auch πόνοι, Eur. El. 120; κακοῖς σχετλίοις ἐλαύνομαι, Andr. 31; ὦ σχέτλια παθών, 1180; σχέτλια πέπονθα πράγματα, Ar. Plut. 826, u. öfter; u. in Prosa, Her. 3, 155 u. A.; Dem. 19, 16 vrbdt σχ. καὶ ἀναιδής. – [Σχέτλιος fängt bei Hom. fast immer den Vers an; σχετλίη in der Mitte des Verses, Il. 3, 414, hat die erste Sylbe kurz; sonst steht nur noch das neutr. in der Mitte, Od. 14, 83. 22, 413.]

Greek (Liddell-Scott)

σχέτλιος: -α, -ον, σχετλίη Ἰλ. Γ. 414, Ὀδ. Ψ. 150 σχέτλιαι Δ. 729· σπανίως σχέτλιος, ον Εὐρ. Ι. Τ. 651· (σχεθεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ ἔχω). Ι. ἐπὶ προσώπων, κυρίως, καρτερικός, ἀνένδοτος, ἀκατάβλητος, ἀλλὰ καὶ συμπαθείας τινὸς ἄξιος, σχ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις Ἰλ. Κ. 164· σχ. εἰς, Ὀδυσεῦ· πέρι τοι μένος, οὐδέ τι γυῖα κάμνεις Ὀδ. Μ. 279 ἀλλά, 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ μὴ ἀπεχόμενος πάσης βίας ἢ σκληρότητος, σκληρός, ἀπάνθρωπος, ἀνελεήμων, παράτολμος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ ἡρώων, οἷον τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Ι. 630., Π. 203· τοῦ Διομήδους, Ε. 403· τοῦ Ἕκτορος, Ρ. 150., Χ. 86· τοῦ Πατρόκλου, Σ. 13· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 478., Λ. 474, κλπ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὅπιν ᾐδέσατο Φ. 28· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ι. 351, 478· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Β. 112, Ὀδ. Γ. 161· ἐπὶ τῶν θεῶν καθόλου, σχέτλιοί ἐστε, θεοὶ Ἰλ. Ω. 33, Ὀδ. Ε. 118· ἐπὶ τοῦ Κρόνου, Ἡσ. Θεογ. 488· ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν καθόλου, σχέτλιοι οἵ.. Ὀδ. Μ. 21, πρβλ. Δ. 729, κ. ἀλλ.· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττικ. ἐπὶ ἀνδρῶν, κακός, μοχθηρός, σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι Ἀντιφῶν 147. 3, πρβλ. Δημ. 874. 15· σχετλιώτατος Ἀνδοκ. 16. 24, Ἰσοκρ. 103Α, κλπ.· σχ. καὶ ἀναιδὴς Δημ. 346. 1, κλπ.· - ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, ὅσα σχέτλια καὶ ἀνιηρά, ἄγρια, Ἡρόδ. 3. 108. 3) ὡς τὸ τλήμων, ἄθλιος, δυστυχής, ἐλεεινός, Αἰσχύλ. Πρ. 644, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.· συχν. μετὰ τῆς ἐννοίας περιφρονήσεως, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, ὦ ἀθλιώτατε ἄνθρωπε! Ἡρόδ. 3. 155· ὦ σχέτλιε Σοφ. Φιλ. 369, 930, πρβλ. Ἀντ. 47, Εὐρ., κλπ.· ἐνίοτε μετὰ γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, ἐξ αἰτίας τῶν δυστυχιῶν, Εὐρ. Ἑκ. 783, πρβλ. Ἄλκ. 741, Ἀνδρ. 1179. - Ἡ ἔννοια αὕτη τῆς ἀθλιότητος οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Γ. 414., Σ. 13, πρέπει νὰ τηρηθῇ ἡ ἔννοια τοῦ ἀπερισκέπτου, ὁρμητικοῦ, παρατόλμου. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., σχ. ὕπνος, σκληρὸς ὕπνος, καθ’ ὃν κατέλιπον τὸν Ὀδυσσέα οἱ σύντροφοι αὐτοῦ, Κ. 69· καὶ συχν. ἐν τῇ φράσει σχέτλια ἔργα, σκληρά, ἀπάνθρωπα, ἐλεεινά, ἀποτρόπαια ἔργα, Ι. 295· ἀντίθετον τῷ δίκη καὶ τῷ αἴσιμα ἔργα, Ξ. 83· ὡς = ἀτασθαλίαι, Χ. 413· οὕτως, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236, Θεόγν. 731, Ἡροδ. 6. 138, Εὐρ. Κύκλ. 587, κλπ.· οὕτω καί, σχ. πέπονθα πράγματα Ἀριστοφ. Πλ. 856· τοῦτο δὴ τὸ σχ. πάθημα Ξεν. Ἀν. 6. 6, 30· - ὡσαύτως μόνον σχέτλια, σχέτλια παθεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1074, Ἀριστοφ. Πλ. 856, κλπ.· σχ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β· σχ. καὶ δεινὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 612· δεινὰ καὶ σχ. Ἰσοκρ. 378Α· σχέτλιον, ἀποτρόπαιον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255· σχ. γε Ἀριστοφ. Λυσ. 498· ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Ἰσοκρ. 127D· ὡσαύτως, σχέτλια [ἐστί], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Αἴ. 887. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, Ἰσοκρ. 390D· ὑπερθετ. -ιώτατα, σχετλιώτατα πρός γε πρᾶξιν (οὕτω τὰ Ἀντίγραφα) Σοφ. Τρ. 879 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χάριν τοῦ μέτρου σχετλίως τὰ πρός γε πρᾶξιν, ὁ δὲ Jebb: σχετλιώτατά γε πρὸς πρᾶξιν). [Ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε θέτει τὸ σχέτλιος ἐμφαντικῶς ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου πλὴν ἅπαξ ἐν τῷ θηλ., Ἰλ. Γ. 414· καὶ δὶς ἐν τῷ οὐδετ., Ὀδ. Ξ. 83, Χ. 413. Ὅθεν παρ’ αὐτῷ ἡ α΄ συλλαβὴ εἶναι ἀείποτε μακρὰ πλὴν ἐν Ἰλ. Γ. 414, ἔνθα τὸ σχετλίη ἔχει τὴν α΄ συλλαβὴν βραχεῖαν, ὡς ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1179, Κύκλ. 587, κτλ., καὶ παρ’ Ἀριστοφ.].